(σφηκοί

  • 1σφηκοί — σφηκός masc nom/voc pl σφηκόω make like a wasp pres subj mp 2nd sg σφηκόω make like a wasp pres ind mp 2nd sg σφηκόω make like a wasp pres subj act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2σφηκός — ή, όν, Α 1. αυτός που μοιάζει με σφήκα 2. η κορυφή τής περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το λοφίο, αλλ. σφήκωμα 3. (κατά τον Ησύχ.) «σφηκοί οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι, ἔνιοι δὲ ῥωμαλέους». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. συνδέεται πιθ. με τη λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 3τετράπτερος — η, ο / τετράπτερος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τέσσερεις φτερούγες («τετράπτεροι σφηκοί», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. δί πτερος] …

    Dictionary of Greek