(σφαγάς
1σφαγᾶς — σφαγεύς slayer masc acc pl σφαγή slaughter fem gen sg (doric aeolic) …
2σφαγάς — σφαγά̱ς , σφαγή slaughter fem acc pl …
3προσσυντίθεμαι — Α συμφωνώ σε κάτι ακόμη με κάποιον («προσσυνέθεντο τῶν ἐχθρῶν σφαγὰς ποιήσασθαι», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + συντίθεμαι «συμφωνώ»] …
4σφαγή — η, ΝΜΑ, και σφαή Ν [σφάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σφάζω, σφάξιμο 2. συνεκδ. το μέρος τού τραχήλου τών ζώων στο οποίο μπήγουν οι σφαγείς το μαχαίρι νεοελλ. 1. ανατ. κοίλωμα πάνω από την λαβή τού στέρνου μεταξύ τών δύο στερνοκλειδικών… …