(συν)ταυτίζω
1συνταυτίζω — Ν 1. ταυτίζω κάτι με κάτι άλλο 2. μέσ. συνταυτίζομαι γίνομαι όμοιος με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταυτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Π. Βραΐλα] …
1συνταυτίζω — Ν 1. ταυτίζω κάτι με κάτι άλλο 2. μέσ. συνταυτίζομαι γίνομαι όμοιος με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταυτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Π. Βραΐλα] …