(στῆθος
1στήθος — στήθος, το και στήθι, το 1. το μπροστινό μέρος του θώρακα: Πρόβαλε γυμνό το στήθος του. 2. μαστοί της γυναίκας: Άφησε σχεδόν ακάλυπτο το ωραίο στήθος της. 3. φρ., «Απάγγειλε από στήθους», απέξω, χωρίς χειρόγραφο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2στῆθος — breast neut nom/voc/acc sg …
3στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… …
4στήθεσφι — στῆθος breast neut dat pl …
5στήθεσφιν — στῆθος breast neut dat pl …
6στήθε' — στή̱θεα , στῆθος breast neut nom/voc/acc pl (epic ionic) στή̱θει , στῆθος breast neut nom/voc/acc dual (attic epic) στή̱θεϊ , στῆθος breast neut dat sg (epic ionic) στή̱θει , στῆθος breast neut dat sg στή̱θεε , στῆθος breast neut nom/voc/acc dual …
7μικρόστηθος — μικρόστηθος, ον (Α) αυτός που έχει μικρό στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + στηθος (< στῆθος), πρβλ. μεγαλό στηθος] …
8στέρνο — το / στέρνον, ΝΜΑ 1. το πρόσθιο μέρος τού θώρακα, το στήθος («παίει κατὰ τὸ στέρνον καὶ τιτρώσκει διὰ τοῡ θώρακος», Ξεν.) 2. πλατύ επίμηκες και μονοφυές οστό που καταλαμβάνει τη μεσότητα τής εμπρόσθιας μοίρας τού θώρακα και με το οποίο… …
9ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …
10ξέστηθος — η, ο αυτός που έχει γυμνό στήθος, που φαίνεται το στήθος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + στήθος] …