(στρεπτός
1στρεπτός — easily twisted masc nom sg …
2στρεπτός — ή, ό / στρεπτός, ή, όν, ΝΜΑ [στρέφω] 1. συνεστραμμένος, στριμμένος (α. «στρεπτό καλώδιο» β. «στρεπταῑς λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένους», Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρεπτός περιδέραιο από συνεστραμμένο μέταλλο ή από αλυσίδα νεοελλ. αυτός που μπορεί… …
3στρεπταῖς — στρεπτός easily twisted fem dat pl …
4στρεπταί — στρεπτός easily twisted fem nom/voc pl …
5στρεπτοί — στρεπτός easily twisted masc nom/voc pl …
6στρεπτούς — στρεπτός easily twisted masc acc pl …
7στρεπτᾶς — στρεπτός easily twisted fem gen sg (doric aeolic) …
8στρεπτῆς — στρεπτός easily twisted fem gen sg (attic epic ionic) …
9στρεπτῇ — στρεπτός easily twisted fem dat sg (attic epic ionic) …
10στρεπτῇσι — στρεπτός easily twisted fem dat pl (epic ionic) …