(στιγμή
1στιγμῇ — στιγμή spot fem dat sg (attic epic ionic) …
2στιγμή — spot fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… …
4στιγμή — η 1. ελάχιστη χρονική διάρκεια: Έφτασε στη στιγμή. – Σε μια στιγμή το σπίτι έπεσε. 2. κατάλληλος χρόνος, ευκαιρία: Ήρθε η στιγμή να πάρεις εκδίκηση. 3. σημείο στίξης: Στο τέλος ενός κώλου περιόδου βάζουμε άνω στιγμή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Στίγμη αἱματίνη ἐν τῷ λευκῷ ἡ καρδία: τοῦτο δὲ τὸ σημεῖον πηδᾷ καὶ κινεῖται, ὥσπερ ἔμψυχον. — См. Животрепещущий …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6στιγμαῖς — στιγμή spot fem dat pl …
7στιγμαί — στιγμή spot fem nom/voc pl …
8στιγμῆς — στιγμή spot fem gen sg (attic epic ionic) …
9στιγμήν — στιγμή spot fem acc sg (attic epic ionic) …
10στιγμῶν — στιγμή spot fem gen pl στιγμός pricking masc gen pl …