(σταγόνες

  • 81σταγονόμετρο — το, Ν 1. (φαρμ. τεχνολ.) απλό όργανο που επιτρέπει τη μέτρηση κατά σταγόνες μικρής ποσότητας υγρής, συνήθως φαρμακευτικής ή χημικής, ουσίας 2. φρ. «με το σταγονόμετρο» σε πολύ μικρές ποσότητες, με φειδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταγόνα + μέτρο. Η λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 82σταλάγμιον — τὸ, Α [στάλαγμα] στον πληθ. τά σταλάγμια σκουλαρίκια όμοια με μικρές σταγόνες …

    Dictionary of Greek

  • 83σταλακτίς — ίδος, ἡ, Α αυτή που σταλάζει, που αφήνει να πέσουν σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταλακτός + επίθημα ίς, ίδος] …

    Dictionary of Greek

  • 84στράγξ — αγγός, ἡ, Α σταγόνα, σταλαγματιά («ὁ διὰ λεπτοτάτης ὀπῆς κατιὼν σταλαγμός», Σχόλ. Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στράγξ, γγός (πρβλ. λύγξ, στρίγξ) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *streng «σφίγγω, συμπιέζω, συγκεντρώνω» και συνδέεται με… …

    Dictionary of Greek

  • 85στραγγουρία — η, ΝΑ επώδυνη ούρηση, συχνά κατά σταγόνες, με τεινεσμό, που εμφανίζεται επί φλεγμονών τής ουροδόχου κύστεως και τής ουρήθρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στράγξ, γγός «το διά πιέσεως λαμβανόμενο υγρό, σταγόνα» + οὐρία (< οὐρῶ / οὖρον), πρβλ. αιματ ουρία. Τη …

    Dictionary of Greek

  • 86συνάφεια — Η ελκτική δύναμη που ασκείται από τα μόρια δύο επιφανειών που εφάπτονται. Τα μόρια των δύο επιφανειακών στρωμάτων έλκονται μόνο αν βρίσκονται σε αμοιβαία απόσταση της τάξης των μοριακών αποστάσεων, δηλαδή περίπου 1 / 100.000.000 του εκ. Μια τόσο… …

    Dictionary of Greek

  • 87συναποστάζω — Α σταλάζω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποστάζω «πέφτω κατά σταγόνες, σταλάζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 88σύστρεμμα — το, ΝΜΑ [συστρέφω] 1. καθετί το συνεστραμμένο 2. (κατ επέκτ.) κουβάρι, τυλιχτάρι μσν. μτφ. συνωμοτικό σχέδιο («πονηρὸν τεκτηνάμενος σύστρεμμα», Νικ. Χων.) αρχ. 1. πλήθος ανθρώπων, όχλος 2. συντεταγμένη ομάδα, λόχος («καὶ οἰ δύο ἄνδρες ἡγούμενοι… …

    Dictionary of Greek

  • 89τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… …

    Dictionary of Greek

  • 90τρίγλυφος — η, ο / τρίγλυφος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει τρεις γλυφές («αἰχμὴ τρίγλυφος» η τρίαινα, Οππ.) 2. (το θηλ., το ουδ. και σπαν. το αρσ. ως ουσ.) η τρίγλυφος, το τρίγλυφο(ν) και σπαν. νεοελλ. ο τρίγλυφος (στην αρχ. ελλ. αρχιτ.) στοιχείο τού διακόσμου… …

    Dictionary of Greek