(σταγόνες
71σπονδοφόρος — ο, ΝΜΑ, και σπονδιοφόρος και ουδ. το σπονδοφόρον και ως επίθ. σπονδηφόρος ΜΑ 1. αυτός που προσέφερε σπονδές, θυσίες, ιδίως εκείνος που έσταζε από το ποτήρι σταγόνες κρασιού 2. αυτός που έκανε προτάσεις για ανακωχή ή για ειρήνη 3. θρησκευτικός… …
72στάγδην — Α επίρρ. κατά σταγόνες, σταγόνα σταγόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σταγ τού στάζω* (πρβλ. αόρ. ἐστάγην) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)] …
73στάγες — αἱ, Α σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αθέματο υποχωρητ. παρ. τού ρ. στάζω* (πρβλ. σταγ ών)] …
74στάλα — (I) ἡ, ΝΑ (δωρ. τ.) βλ. στήλη. (II) η, Ν 1. μικρή ποσότητα υγρού, σταγόνα, σταλαγματιά («ζει τού νερού και η στάλα οπού κολλάει στο ποτήρι», Σολωμ.) 2. μτφ. πολύ μικρή ποσότητα (α. «ήπια μια στάλα κρασί» β. «κοιμήθηκα μια στάλα») 3. φρ. α) «ούτε… …
75στάλαξη — η, Ν [σταλάζω] 1. ροή κατά σταγόνες 2. διήθηση, διύλυση …
76στάξιμο — το, Ν στάλαγμα, ροή κατά σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσταξα τού στάζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. τρέξ ιμο)] …
77σταγματοδόχη — η, Ν γυάλινος ή μεταλλικός δίσκος στα κηροπήγια για να πέφτουν επάνω του οι σταγόνες τού λειωμένου κεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάγμα, ατος + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. τεφρο δόχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ.… …
78σταγονίας — ὁ, Α (σχετικά με είδος λιβανιού) αυτός που μοιάζει με σταγόνες, σχηματισμένος σε κόκκους («ὁ ἄρρην λιβανωτὸς καλούμενος σταγονίας, στρογγύλος φυσικῶς», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σταγών, όνος + επίθημα ίας (πρβλ. σταλαγμ ίας)] …
79σταγονιαίος — α, ο / σταγονιαῑος, αία, ον, ΝΑ αυτός που παρέχεται κατά σταγόνες, σταγόνα σταγόνα («σταγονιαίες δόσεις φαρμάκων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σταγών, όνος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. σταλαγμ ιαῖος)] …
80σταγονομετρικός — ή, ό, Ν [σταγονόμετρο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μέτρηση τών σταγόνων («σταγονομετρικός σωλήνας»). επίρρ... σταγονομετρικώς και σταγονομετρικά Ν με το σταγονόμετρο, κατά σταγόνες …