(σταγόνες

  • 31διαβροχή — Φαινόμενο που εμφανίζεται κατά την επαφή ενός υγρού με ένα στερεό ή άλλο υγρό σώμα. Στη δ. οφείλεται, για παράδειγμα, η δημιουργία μηνίσκου στην επιφάνεια υγρού μέσα σε τριχοειδή σωλήνα, το σχήμα που αποκτά μια σταγόνα πάνω στην επιφάνεια ενός… …

    Dictionary of Greek

  • 32δροσίζω — (AM δροσίζω) [δρόσος] 1. ραντίζω με σταγόνες δροσιάς, νοτίζω 2. κάνω κάτι δροσερό 3. προσφέρω ικανοποίηση, απόλαυση 4. γίνομαι δροσερός, ψυχραίνω («δρόσισε ο καιρός») μσν. 1. ανακουφίζω 2. κατευνάζω 3. ευνοώ 4. φωτίζω 5. (για τον θεό) ευλογώ 6.… …

    Dictionary of Greek

  • 33δροσοσταλάζω — (για πηγή) 1. σταλάζω λίγο λίγο, σαν σταγόνες δροσιάς 2. σταλάζω δρόσο …

    Dictionary of Greek

  • 34δροσός — Λεπτό στρώμα από υδροσταγονίδια που σχηματίζεται στη διάρκεια της νύχτας και κυρίως κατά τις πρωινές ώρες, πάνω στις επιφάνειες διαφόρων σωμάτων στην ύπαιθρο. Το φαινόμενο παρατηρείται όταν η θερμοκρασία των σωμάτων κατέρχεται σε τέτοιο σημείο,… …

    Dictionary of Greek

  • 35δρόσος — Λεπτό στρώμα από υδροσταγονίδια που σχηματίζεται στη διάρκεια της νύχτας και κυρίως κατά τις πρωινές ώρες, πάνω στις επιφάνειες διαφόρων σωμάτων στην ύπαιθρο. Το φαινόμενο παρατηρείται όταν η θερμοκρασία των σωμάτων κατέρχεται σε τέτοιο σημείο,… …

    Dictionary of Greek

  • 36είβω — εἴβω (Α) στάζω, αφήνω να πέφτει σε σταγόνες …

    Dictionary of Greek

  • 37ενστάλαξη — η [ενσταλάζω] 1. η αργή εκροή υγρού στάλα στάλα 2. θεραπευτική μέθοδος κατά την οποία εισάγεται με σταγόνες υγρό φάρμακο μέσα σε κάποια κοιλότητα τού οργανισμού …

    Dictionary of Greek

  • 38επινίπτω — ἐπινίπτω (AM) [νίπτω] ρίχνω σαν σταγόνες βροχής («τροφήν αύτοῑς... ὤμβρησεν οὐρανός, ποτὲ μὲν μάννα, ποτὲ δὲ ὀρτυγομήτραν ἐπινίψας» ΠΔ) …

    Dictionary of Greek

  • 39εϋρραθάμιγξ — ἐϋρραθάμιγξ, ὁ, ἡ (Α) (για οίνο) με ωραίες σταγόνες, με ωραίες σταλαγματιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ραθάμιγξ «σταγόνα»] …

    Dictionary of Greek

  • 40θρομβοειδής — ές (ΑΜ θρομβοειδής, ές) θρομβώδης μσν. (για ιδρώτα) αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρόμβος + ειδής (< είδος) πρβλ. δακτυλιο ειδής, ρομβο ειδής. Η λ. επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. thromboid < …

    Dictionary of Greek