(σταγόνες
121μαργαριτάρι — το ιού 1. (ζωολ.), σκληρή και λαμπερή ουσία με σφαιρικό σχήμα, που σχηματίζεται μέσα σε μερικά στρείδια και χρησιμοποιείται για την κατασκευή κοσμημάτων. 2. μεγάλο γλωσσικό ή μεταφραστικό σφάλμα: Μου έδωσε μια έκθεση γεμάτη μαργαριτάρια. 3. ό,τι… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
122πιτσιλίζω — και πιτσιλώ πιτσίλισα, πιτσιλίστηκα, πιτσιλισμένος, ρίχνω σταγόνες νερού ή υγρού: Πέρασε το αυτοκίνητο και με πιτσίλισε με τα νερά του δρόμου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
123ραίνω — έρανα, ρίχνω σε κάποιον σταγόνες από υγρό ή λουλούδια κτλ.: Τους νεόνυμφους τους έραιναν με λουλούδια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
124ραντίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, περιβρέχω κάτι με σταγόνες υγρού: Ράντισαν τ αμπέλια με γαλαζόπετρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
125στάλαξη — η ροή κατά σταγόνες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
126σταλαγμίτης — ο απολίθωμα που σχηματίζεται στο έδαφος των σπηλαίων από σταγόνες νερού που πέφτουν από πάνω: Στο σπήλαιο των Ιωαννίνων υπάρχουν καταπληκτικοί σε σχήματα σταλακτίτες και σταλαγμίτες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
127σταλαχτός — ή, ό αυτός που πέφτει κατά σταγόνες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
128ψιχαλιστός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που πέφτει κατά συνεχείς σταγόνες, ο ραντιστός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)