(σταγόνες
111Χενταγιάτ, Σαντέγ — (Τεχεράνη 1903 – Παρίσι 1951). Iρανός συγγραφέας. Θεωρείται, στην πατρίδα του, ο μεγαλύτερος σύγχρονος Iρανός πεζογράφος και έχει μεγάλη φήμη και στην Ευρώπη, όπου ένα έργο του, Ο τυφλός γκιώνης (1941), μεταφράστηκε στα γαλλικά, στα γερμανικά και …
112αιμάτινος, -η, -ο — και αιματένιος, ια, ιο αυτός που αποτελείται από αίμα: Από το σώμα του έπεφταν σταγόνες αιμάτινες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
113ακέρωτος — η, ο 1. αυτός που δεν αλείφτηκε με κερί: Ο σπάγκος είναι ακέρωτος και δε μου κάνει. 2. αυτός που δε λερώθηκε από σταγόνες κεριού: Πήγε στην Ανάσταση, αλλά δεν έφυγε ακέρωτος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
114αποστάζω — αξα, άχθηκα, αγμένος 1. μτβ., υποβάλλω κάτι σε απόσταξη με ειδική συσκευή: Μαζεύουν άνθη από τις λεμονιές, για να τα αποστάξουν. 2. αμτβ., σταλάζω, πέφτω σε σταγόνες: Ο ιδρώτας απόσταζε από το πρόσωπό του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
115βροχή — η 1. το φαινόμενο κατά το οποίο πέφτει νερό σε σταγόνες από την ατμόσφαιρα: Χτες έριξε μιαγερή βροχή. 2. μτφ., για μεγάλη ποσότητα και συχνότητα: Έπεσαν βροχή οι ακρίδες. – Πέφτουν βροχή οι σφαίρες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
116δροσιά — η 1. σταγόνες νερού που σχηματίζονται επάνω στο γρασίδι και στα φύλλα των δέντρων: Πρωινή δροσιά. 2. δροσερός αέρας, ελαφρό και ευχάριστο κρύο: Καθίσαμε κάτω από τα δέντρα γιατί είχε δροσιά. 3. μτφ., φρεσκάδα: Χαίρεται τη δροσιά της νιότης του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
117ενσταλάζω — ενστάλαξα, ενσταλάχτηκα, ενσταλαγμένος, μτβ. 1. στάζω (σταλάζω) κάτι μέσα σε κάτι, χύνω μέσα σταγόνες (ιδίως με σταγονόμετρο): Ενσταλάζω κολλύριο στα μάτια. 2. μτφ., βάζω σιγά σιγά κάτι σε κάποιον (συναισθήματα, ιδέες κτλ.): Του ενστάλαξε το… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
118εξίδρωση — η 1. η έκκριση ιδρώτα, ίδρωμα, εφίδρωση. 2. (ιατρ.), η παθολογική έξοδος στοιχείων του αίματος από τα αγγεία. 3. (βοτ.), η αποβολή υγρού από τα φυτά σε σταγόνες από τα υδροφόρα στόματα ή από ρωγμές …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
119ιδρώνω — ίδρωσα, ιδρωμένος 1. χύνω ιδρώτα, γεμίζω ιδρώτα: Το σώμα του σκύλου δεν ιδρώνει, γιατί δεν έχει ιδρωτοποιούς αδένες. – Έφτασε ιδρωμένος. – Ιδρωμένα χέρια. 2. μοχθώ, κουράζομαι: Ίδρωσε να τα βγάλει πέρα. 3. στάζω, βγαίνουν από τους πόρους μου… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
120ιριδισμός — ο φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζονται τα χρώματα της ίριδας στην επιφάνεια μερικών σωμάτων όπως στις σαπουνόφουσκες, σε σταγόνες νερού, στα φτερά των πουλιών κτλ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)