(σταγόνες

  • 11μαστίχα — Ελαιορητινούχος ουσία που παράγεται από τον αειθαλή θάμνο Pistacia lentiscus (κοινώς σχίνος) της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα). Κύριο μαστιχοπαραγωγό φυτό αποτελεί η ποικιλία Pistacia lentiscus var. Chia ή μαστιχοφόρος σχίνος της… …

    Dictionary of Greek

  • 12νιφάδα — η (ΑΜ νιφάς, άδος) καθένα από τα κρυσταλλικά κομμάτια χιονιού που αιωρείται και πέφτει στη γη, τουλούπα αρχ. 1. (με περιλπτ. σημ.) χιόνι («ὡς δ ὅτ ἂν ἐκ νεφέων πτῆται νιφὰς ἠέ χάλαζα ψυχρὴ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. καθετί… …

    Dictionary of Greek

  • 13στάζω — ΝΜΑ 1. χύνω κατά σταγόνες, αφήνω υγρό να πέσει σταγόνα σταγόνα (α. «τού έσταξα κολλύριο στα μάτια» β. «ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο», Ευρ. γ. «στάζουσι κόραι δακρύοισιν ἐμαί», Ευρ. δ. «Πατρόκλω... νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω να… …

    Dictionary of Greek

  • 14σταλακτίτης — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η κωνοειδής συνήθως ασβεστολιθική στήλη, που εμφανίζεται στην οροφή σπηλαίων. Τα νερά της βροχής που εισχωρούν στο έδαφος, επειδή περιέχουν διοξείδιο του άνθρακα, όταν περνούν από ασβεστολιθικά πετρώματα διαλύουν… …

    Dictionary of Greek

  • 15συλλείβω — Α 1. αφήνω να τρέχει κατά σταγόνες 2. παθ. συλλείβομαι συρρέω κάπου κατά σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λείβω «χύνω, αφήνω κάτι να ρεύσει»] …

    Dictionary of Greek

  • 16ψακάς — και ιων. και μτγν. τ. ψεκάς, άδος, ἡ, Α 1. μικρό τεμαχίδιο που έχει προέλθει από λειοτρίβηση, κόκκος 2. (για υγρά) μικρή σταγόνα 3. (με περιλπτ. σημ.) ψιλή βροχή, ψιχάλα 4. (γενικά) βροχή 5. (στον Αριστοφ.) κωμικός χαρακτηρισμός ανθρώπου από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 17Μίλικαν, Ρόμπερτ Άντριους — (Robert Andrews Millikan, Μόρισον, Ιλινόις 1868 – Πασαντίνα, Καλιφόρνια 1953). Αμερικανός φυσικός. Για πολλά χρόνια υπήρξε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Σικάγο και το 1921 ανακηρύχθηκε διευθυντής του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Καλιφόρνιας στην …

    Dictionary of Greek

  • 18σταγόνα — η 1. μικρή ποσότητα υγρού, σταλαματιά: Οι σταγόνες της βροχής χτυπούσαν το τζάμι του παράθυρου. 2. μτφ., μικρή ποσότητα, ασήμαντο γεγονός; Δεν έμεινε σταγόνα. – Σταγόνα στον ωκεανό. 3. πληθ. σταγόνες, οι είδος κοσμήματος …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 19КОЛОННА —    • Columna,          στήλη или στυ̃λος, также κίων, столб, колонна. Первоначально столбы служили только для удобства, как подпора крыши; сначала они состояли, вероятно, из древесных стволов или неотесанных каменных глыб и только мало помалу… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 20Ακτινόζωα — Τάξη θαλάσσιων πρωτόζωων, της ομοταξίας των ριζοπόδων ή σαρκωδών. Είναι μικροσκοπικοί μονοκύτταροι οργανισμοί. Το σώμα τους αποτελείται από δύο μέρη: ένα εξωτερικό, το εκτόπλασμα, και μια κεντρική μάζα, το ενδόπλασμα, που περιέχει τον πυρήνα. Τα… …

    Dictionary of Greek