(σκώμματα
1σκώμματα — σκώ̱μματα , σκῶμμα jest neut nom/voc/acc pl …
2Anthestéries — Œnochoé des Anthestéries, v. 430 390 av. J. C., musée du Louvre. Les Anthestéries (en grec ancien Ἀνθεστήρια / Anthestếria, de …
3άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) …
4ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… …
5αγοραίος — αία, αίο (Α ἀγοραῑος, αῑον και ος, α, ον) [ἀγορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά 2. κοινός, πρόστυχος, χυδαίος νεοελλ. (για αυτοκίνητα) το ουδ. ως ουσ. το αγοραίο αυτό που μισθώνεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων με… …
6διασκώπτω — (Α) 1. σκώπτω επανειλημμένως κάποιον 2. ( ομαι) ανταλλάσσω σκώμματα με κάποιον …
7ευσκωμμοσύνη — εὐσκωμμοσύνη, ἡ (Α) [ευσκώμμων] ετοιμότητα, επιδεξιότητα σε σκώμματα ή σε ανταπαντήσεις …
8εύπολις — (; – 411 π.Χ.). Αθηναίος ποιητής της αττικής κωμωδίας. Ήταν αντίπαλος του Αριστοφάνη και του Κρατίνου. Συνέθεσε 17 κωμωδίες και νίκησε επτά φορές σε δραματικούς αγώνες· το 421, με τους Κόλακες, νίκησε σε διαγωνισμό τον Αριστοφάνη, ο οποίος… …
9θεσμοφόρια — Αρχαία γιορτή προς τιμήν της Θεσμοφόρας Δήμητρας, σχετική με τη γονιμότητα της γης και την ευγονία των γυναικών. Τα Θ., στα οποία μετείχαν μόνο έγγαμες γυναίκες, τελούνταν τον μήνα Πυανεψιώνα (μέσα Σεπτεμβρίου – αρχές Οκτωβρίου), που συνέπιπτε με …
10μαισωνικός — μαισωνικός, ή, όν (Α) [Μαίσων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μαίσωνα 2. φρ. «μαισωνικὰ σκώμματα» χονδροειδή αστεία …
- 1
- 2