(σιτία
1σιτία — (I) ἡ, Α ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος, κατά τα θηλ. σε ία]. (II) τὰ, Ν βλ. σιτίο …
2σιτία — σῑτία , σιτίον grain neut nom/voc/acc pl …
3σιτίο — το / σιτίον, ΝΜΑ [σῑτος] συνήθως στον πληθ. τα σιτία τρόφιμα, προμήθειες (α. «σιτία γυλιού» τα τρόφιμα που έχει ο οπλίτης στον γυλιό του και τά χρησιμοποιεί σε περίπτωση μη εφοδιασμού β. «σιτία και ποτά», Πλάτ. γ. «εἴ τι σιτίον ἢ ποτὸν ἦν», Ξεν.) …
4κουφοσιτία — κουφοσιτία, ἡ (Α) το να ζει κάποιος με ελαφρά τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (II)* + σιτία (< σιτῶ < σιτος < σῖτος), πρβλ. ολιγο σιτία, παρα σιτία] …
5οξυσιτία — ὀξυσιτία, ἡ (Α) δυσλειτουργία τών πεπτικών οργάνων, κατά την οποία η τροφή δεν χωνεύεται και γίνεται όξινη στο στομάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + σιτία (< σιτος < σῖτος), πρβλ. κακο σιτία] …
6σπανοσιτία — και σπανισιτία, ἡ, Α έλλειψη σιτηρών και, γενικά, τροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + σιτία (< σῖτος), πρβλ. ὀλιγο σιτία] …
7брашьно — БРАШЬН|О (427), А с. 1.Пища, еда: Простѣишааго въ всемь ишти. и въ брашьнѣ и въ одежди. Изб 1076, 30 об.; варламъ... пребысть же на мѣ||стѣ томь сѣд˫а... ни брашьна же въкоуша˫а ни въ одежю облечесѩ. ЖФП XII, 34в г; рече ст҃ыи николаѥ имаши ли… …
8CIBUS Forruitus — Tacito, l. a. Hist. c. 5. ubi de Vespasiano, brevis et vilis, Ammiano; castrensis dicitur Ael. Spartiano in Hadriano Caes. c. 10. Ipse quoque inter manipulares vitam militarem magistrans, cibis etiam castrensibus libenter utens. Σκληρὰν δίαιταν… …
9MORTARIOLUM Maxillae — Hebr. mactes, Iudic. c. 15. v. 15. et seqq. ubi de maxilla asini recenti, quâ arreptâ mille viros ex Philistaeis occidit Samson, et ex qua potum ei, siti confecto, praebuit Deus: Quapropter fidit Deus mortariolum (in Hebr. est vox praefata) quod… …
10αναλίσκω — (Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, όω, Ν και αναλώνω) 1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω 2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ 3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.) αρχ. 1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω 2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν …