(σιδηρόχαλκος
1σιδηρόχαλκος — ο / σιδηρόχαλκος, ον, ΝΑ νεοελλ. κράμα από σίδηρο και χαλκό αρχ. αυτός που αποτελείται από σίδηρο και χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + χαλκός] …
2σιδηρόχαλκον — σιδηρόχαλκος of iron and copper masc/fem acc sg σιδηρόχαλκος of iron and copper neut nom/voc/acc sg …
3σιδηροχάλκου — σιδηρόχαλκος of iron and copper masc/fem/neut gen sg …
4σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… …
5χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… …