(σιγή
1σιγή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σιγά Α παντελής έλλειψη θορύβου, φωνής ή ήχου, απόλυτη ησυχία, σιωπή («θα τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή για τον πεθαμένο ποιητή») νεοελλ. 1. (ειδικά) η απουσία ομιλίας 2. φρ. α) «τηρώ σιγή ιχθύος» δεν μιλώ καθόλου, δεν βγάζω… …
2σιγή — η 1. έλλειψη θορύβου, ησυχία: Επικρατούσε νεκρική σιγή μέσα στην αίθουσα. 2. σιωπή: Τήρησαν ενός λεπτού σιγή μπροστά στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3σιγῇ — σῑγῇ , σιγάω keep silence pres subj mp 2nd sg (doric) σῑγῇ , σιγάω keep silence pres ind mp 2nd sg (doric) σῑγῇ , σιγάω keep silence pres subj act 3rd sg (doric) σῑγῇ , σιγάω keep silence pres ind act 3rd sg (doric) σῑγῇ , σιγάω keep silence …
4σιγή — σῑγή , σιγή silence fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …
5σίγη — σί̱γη , σῖγος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σί̱γη , σῖγος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σί̱γη , σιγάω keep silence pres imperat act 2nd sg (doric) σί̱γη , σιγάω keep silence pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) σί̱γη …
6Σοφὸν εὔκαιρος σιγὴ καὶ παντὸς λόγου κρεῖττον. — См. Слово серебро, молчание золото …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7Μεμέλης, Απόστολος — (Σιγή Προύσας, Μικρά Ασία 1876 – 1935). Γιατρός και λογοτέχνης. Σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε ιατρική στη Γερμανία και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη· εκεί, άσκησε το ιατρικό λειτούργημα μέχρι το… …
8σιγαλός — και σιγηλός, ή, ό / σιγαλός και σιγηλός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που τηρεί σιγή, σιωπηλός 2. αυτός που δεν λέει πολλά, λιγομίλητος 3. αυτός που γίνεται χωρίς να προκαλεί θόρυβο, αθόρυβος, ήσυχος, σιγανός νεοελλ. 1. αυτός που κινείται με αργό ρυθμό,… …
9σίγ' — σῑγά , σιγάς fem voc sg σῑγά̱ , σιγή silence fem nom/voc/acc dual (doric) σῑγά̱ , σιγή silence fem nom/voc sg (doric aeolic) σῑγαί , σιγή silence fem nom/voc pl (doric) …
10ευφημώ — (ΑΜ εὐφημῶ, έω, Α δωρ. τ. εὐφαμέω) [εύφημος] 1. αποφεύγω κάθε δυσοίωνη λέξη, αποφεύγω τις βλασφημίες, μεταχειρίζομαι ευοίωνες λέξεις («φέρτε δὲ χερσὶν ὕδωρ, εὐφημῆσαί τε κέλεσθε», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ επέκτ.) τηρώ θρησκευτική σιγή 3. επαινώ,… …