(πόματα
1πόματα — πόμα neut nom/voc/acc pl πόμα masc/fem acc sg …
2πόματ' — πόματα , πόμα neut nom/voc/acc pl πόματα , πόμα masc/fem acc sg πόματι , πόμα dat sg πόματε , πόμα nom/voc/acc dual …
3Mantle (vesture) — Bishop Mercurius of Zaraisk wearing the episcopal mantle (Saint Nicholas Russian Orthodox Cathedral, New York) …
4напоѥниѥ — НАПОѤНИ|Ѥ (8), ˫А с. Действие по гл. напоити: сщ҃еныхъ искуси. алчущихъ кормлѣ. жажущихъ напоѥньѧ. (τὰ πόματα) ПНЧ XIV, 93г; тѧжка˫а в легка вмѣнѧѥть намъ... воды напоѥньѥ ˫ако вина напоѥньѥ. (ἡ ὑδροποσία... οἰνοποσία) ФСт XIV, 43в; Что ради паче …
5προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… …
6ψυκτικός — ή, ό / ψυκτικός, ή, όν, ΝΑ [ψύχω (II)] αυτός που επιφέρει ή προκαλεί ψύξη (α. «ψυκτικά μηχανήματα» οι κλιματιστικές εγκαταστάσεις β. «πόματα ψυκτικά», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο ψυκτικός τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή ή την… …