(πέπλοι
1πέπλοι — πέπλος any woven cloth masc nom/voc pl πεπλος with a single sole masc/fem nom/voc pl …
2SYRMA — Tragoedis proprium. Ut enim personae communes eâ formâ introducebantur, quae a veris sustinebatur: Sie seorsim pro statu cuiusque aut sortuna, Reges Latini, tum trabea et lituo; Romani Imperatores paludati, cum purpura et laurea et stipatoribus… …
3έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …
4μανόστημος — μανόστημος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτό στημόνι, ο λεπτά υφασμένος («μανόστημοι πέπλοι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μανός «αραιός» + στημος (< στήμων), πρβλ. αραιόστημος, πολύ στημος] …
5πέπλος — Πεδινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 60 μ.), στην πρώην επαρχία Σουφλίου του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (64 τ. χλμ., κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, η Βρυσούλα (...κάτ., υψόμ. 30 μ.), η Γεμιστή (...… …
6πεπλοθήκη — ἡ, Α η θήκη, ο χώρος στον οποίο φυλάσσονταν οι πέπλοι, ιματιοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + θήκη] …
7ποδήρης — ες, ΝΜΑ (για ενδύματα) αυτός που φτάνει μέχρι κάτω στα πόδια (α. «πέπλοι ποδήρεις», Ευρ. β. «καὶ χιτῶνα πορφυροῡν, ποδήρη, στολιδωτόν», Ξεν.) μσν. αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ποδήρης α) ο αρχιερατικός χιτώνας τού αρχιερέα τών Ιουδαίων β) ο ιερατικός… …
8Τανάγρας, Άγγελος — (1877 – 1964). Φιλολογικό ψευδώνυμο του γιατρού και λογογράφου Άγγελου Ευαγγελίδη. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και στη Γερμανία και, όταν γύρισε στην Ελλάδα, κατατάχθηκε στο πολεμικό ναυτικό από όπου αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του γενικού… …