(πάτραν
1πάτραν — πάτρᾱν , φράτρα brotherhood fem acc sg (attic doric aeolic) πάτρᾱν , πάτρα fatherland fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) πάτρᾱν , πάτρη fatherland fem acc sg (attic doric aeolic) …
2AEGONIA vel AEGONEA — AEGONIA, vel AEGONEA urbs Miliensium. Steph. Lege Meliensium, Lycophron in Cassandra Ων οἱ μεν Αἰγώνειαν ἄθλιοι πάτραν. Rhianus Αἰγώνην cam vocat. l. 16 …
3CALYPTRA — genus mitrae, Isidor. in Glossis: genus vestimenti, quô caput feminae operiebant, Festus l. 3. Etiam Hesychii glossae, καλύπτρυν interpretantur κεφαλῆς κάλυμμα, capitis operimentum. Aliter Flameum dicta est, rubri coloris: unde Interpres vetus… …
4PERICHORI Agones — Graece Περίχωροι, dicti sunt Graecis, qui nec sacri erant, nec periodici. Scholiastes Pindari ad Isthmionicas Ode 11. Οὐ γὰρ ἱερὸν ἀγῶνα νενίκηκεν ὁ Α᾿ριςταγόρας, ἀλλὰ περιχώρους, Non enim sacro in Agone victoriam reportavit Aristagoras, sed in… …
5αιθαλώ — αἰθαλῶ ( όω) (Α) 1. ρυπαίνω, γεμίζω με καπνό ή καπνιά «μὴ σ’ αἰθαλώσῃ πολύκαπνον στέγος πέπλους» (Ευρ. Ηλ. 1140) 2. παθ. κατακαίγομαι, γίνομαι στάχτη «κλαίων δὲ πάτραν τὴν πρὶν ᾐθαλωμένην» (Λυκόφρων 141). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθάλη. ΠΑΡ. αἰθαλωτός] …
6φρατρία ή φατρία — Σύνδεσμος γενών που κατάγονται από τον ίδιο γενάρχη και, γενικότερα, λαός που έχει κοινή καταγωγή. Στους ιστορικούς χρόνους η φ. ήταν πολιτικοκοινωνική διαίρεση του λαού. Στην αρχαία ελληνική πολιτεία, και κυρίως στις κοινωνίες των Ιώνων και των… …