(πάντας ὀδόντας γναθμῶν

  • 1εξελαύνω — ἐξελαύνω (AM) [ελαύνω] 1. διώχνω βίαια («ἐξελῶ σ ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας», Αριστοφ.) 2. κατευθύνω (άλογα, άρμα κ.λπ.) ορμητικά προς τα μπρος αρχ. 1. βγάζω έξω για βοσκή («δειπνήσας δ ἄντρου ἐξήλασε πίονα μῆλα», Ομ. Οδ.) 2. (για άλογα και… …

    Dictionary of Greek

  • 2ληιβοτήρ — ληϊβοτήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. ληϊβότειρα (Α) αυτός που κατατρώγει, που καταστρέφει τα σπαρτά («πάντας ὀδόντας γναθμῶν ἐξελάσαιμι συὸς ὣς ληϊβοτείρης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λήϊον «σπαρτά στην ακμή τους» + βοτήρ (< θ. βο τού βόσκω), πρβλ. μηλο… …

    Dictionary of Greek