(πάγκαρπος
1πάγκαρπος — πάγκαρπος, ον (Α) 1. αυτός που αποτελείται από καρπούς διαφόρων ειδών 2. πλούσιος σε κάθε είδους καρπούς («πάγκαρπα φυτά», Πίνδ.) 3. μτφ. πλήρης πνευματικών ή διανοητικών καρπών (πάγκαρπος ἀοιδά», Ανθ. Παλ.) 4. πλήρης καρπού, κατάφορτος από… …
2πάγκαρπος — of all kinds of fruit masc/fem nom sg …
3πάγκαρπον — πάγκαρπος of all kinds of fruit masc/fem acc sg πάγκαρπος of all kinds of fruit neut nom/voc/acc sg …
4παγκάρπου — πάγκαρπος of all kinds of fruit masc/fem/neut gen sg …
5παγκάρπων — πάγκαρπος of all kinds of fruit masc/fem/neut gen pl …
6παγκάρπῳ — πάγκαρπος of all kinds of fruit masc/fem/neut dat sg …
7πάγκαρπα — πάγκαρπος of all kinds of fruit neut nom/voc/acc pl …
8πάγκαρπ' — πάγκαρπα , πάγκαρπος of all kinds of fruit neut nom/voc/acc pl πάγκαρπε , πάγκαρπος of all kinds of fruit masc/fem voc sg …
9PANCARPUM vel PANCARPUS — PANCARPUM, vel PANCARPUS Idem cum silva. Iac. Cuiacio, Franc. Pithoeo, et Is. Casaubono, qui ex πανκάρπῳ θυσίᾳ Atheniensium translatum esse nomen rati sunt ad alia, quae similiter ex variarum rerum miscellâ constarent. Sic enim et πάγκαρπον… …
10καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …
- 1
- 2