(πυρὸς

  • 71Γκορντόν — Νησί της Νότιας Αμερικής, μεταξύ Ειρηνικού και Ατλαντικού, στο αρχιπέλαγος της Γης του Πυρός. Διοικητικά ανήκει στη Χιλή. Βλ. λ. Γη του Πυρός …

    Dictionary of Greek

  • 72Κολοάνε, Φρανσίσκο — (Fransisco Coloane, Κεμτσί, νήσος Τσιλοέ 1910 – 2002). Χιλιανός συγγραφέας. Εργάστηκε ως δαμαστής αλόγων, ναυτικός και επιστάτης στα μεγάλα αγροκτήματα της νότιας Χιλής, μεταφέροντας κατόπιν τις εμπειρίες του στα βιβλία του, όπου είναι εμφανής η… …

    Dictionary of Greek

  • 73Παταγονία — (Patagonia). Περιοχή της Νότιας Αμερικής, της οποίας αποτελεί το νοτιότερο τμήμα. Αρχικά το όνομα δινόταν σε όλο το νoτιοαμερικανικό έδαφος στα Ν του 38ου παραλλήλου είτε προς τα Δ είτε προς τα Α της Κορδιλιέρας των Άνδεων. Αργότερα όμως η… …

    Dictionary of Greek

  • 74Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… …

    Dictionary of Greek

  • 75Σομαλία — Κράτος της Ανατολικής Αφρικής η Σομαλία (Tζουμχουρίγιατ ας Σομαλίγια) βρέχεται στα Β από τον Kόλπο του Άντεν και στα Α από τον Iνδικό Ωκεανό. Συνορεύει στα ΒΔ με την Aιθιοπία και στα ΝΔ με την Kένια.H χώρα, που καταλαμβάνει το λεγόμενο «Kέρας της …

    Dictionary of Greek

  • 76βάφτισμα — το 1. το πρώτο από τα εφτά μυστήρια της Εκκλησίας μέσα από το οποίο γίνεται κάποιος χριστιανός παίρνοντας το κύριο όνομά του. 2. φρ., «βάφτισμα του πυρός»,η πρώτη συμμετοχή κάποιου σε κάτι: Πήρε το βάφτισμα του πυρός δίνοντας πρώτη φορά εξετάσεις …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 77ГЕЕННА — [греч. γεέννα; арам. ], обозначение в Свящ. Писании места наказания грешников, соответствующее понятию ада. Арам. термин (букв. долина Хинном) восходит к евр. («к долине Енномовой» Нав 15. 8; Неем 11. 30), сокращенной форме от &n …

    Православная энциклопедия

  • 78пыл — род. п. а, пылкий, диал. пылкой ветер сильный в. , арханг.; пыль ж., диал. также пена в море во время волнения , арханг. (Подв.), пламя , колымск. (Богораз), пылать, пылить, диал. также покрываться пеной , арханг., укр. пил, род. п. у пыль , блр …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 79пырей — I пырей род. п. ея I растение Triticum rереns , укр. пирiй, перiй пырей , блр. пырнiк – то же, русск. цслав. пыро ὄλυρα, κέγχρος, болг. пирей пырей (Младенов 423), сербохорв. пи̏р м. полба , словен. рȋr м., pira ж. полба , чеш. pyr, pyř пырей …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 80Heraclitus — Infobox Philosopher region = Western Philosophy era = Ancient philosophy color = #B0C4DE image caption = Heraclitus by Johannes Moreelse. The image depicts him as the weeping philosopher wringing his hands over the world and the obscure dressed… …

    Wikipedia