(πυρὸς

  • 51δίπυρο — το (Α δίπυρος, ον) νεοελλ. πυριτικό άλας αργιλίου, νατρίου και ασβεστίου αρχ. αυτός που έχει ψηθεί δύο φορές, διπυρίτης 2. φρ. «διπύρους λαμπάδας» δύο λαμπάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + πυρος < πυρ (πυρός)] …

    Dictionary of Greek

  • 52διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …

    Dictionary of Greek

  • 53ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …

    Dictionary of Greek

  • 54κόλαση — Θρησκευτικός όρος· σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, αποτελεί τον τόπο της αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών ψυχών. Εκεί τιμωρούνται αιώνια οι άγγελοι που στασίασαν κατά του Θεού και όλοι οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Η αντίληψη αυτή είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 55μελάμπυρο — το (Α μελάμπυρον, τὸ και μελάμπυρος, ὁ) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σκροφουλαρίδες και περιλαμβάνει 10 περίπου είδη επιβλαβών ημιπαρασιτικών ζιζανίων τού Βόρειου Ημισφαιρίου… …

    Dictionary of Greek

  • 56ομοιόπυρος — ὁμοιόπυρος, ον (Α) αυτός που είναι όμοιος με σιτάρι («τοῑς ὁμοιοπύροις καὶ ὁμοιοκρίθοις», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + πυρός «σιτάρι» (πβλ. πολύ πυρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 57πρόπυρον — τὸ, Μ το έναυσμα τού υγρού πυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πῦρ, πυρός] …

    Dictionary of Greek

  • 58πυροτέχνης — και πυροτεχνίτης, ο, Ν 1. ο κατασκευαστής πυροτεχνημάτων 2. στρ. ο πυροτεχνουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πυροτέχνης < πυρ, πυρός + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. βιο τέχνης, και μαρτυρείται από το 1772 στον Ευγ. Βούλγαρι, ενώ ο τ. πυροτεχνίτης (< πυρ,… …

    Dictionary of Greek

  • 59πώγων — ωνος, ο, ΝΜΑ 1. γένι, γένειο («τὸν πώγωνα ξύρεσθαι», Χρυσ. Στωικ.) 2. πιγούνι 3. ως κύριο όν. Πώγων φυσικός λιμένας που σχηματίζεται μεταξύ τών νοτιοδυτικών ακτών τής νήσου Πόρου και τών απέναντι ακτών τής Τροιζηνίας («ἐς γὰρ Πώγωνα τὸν… …

    Dictionary of Greek

  • 60σπυρί — το, Ν 1. εξάνθημα ή τοπική φλεγμονή τού δέρματος 2. σπόρος, κόκκος φυτού («λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάννα τό ζηλεύει», Σολωμ.) 3. φρ. «κακό σπυρί» ψευδάνθρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. *σπυρ ίον υποκορ. τού σπυρός δωρ. τ. τού πυρός… …

    Dictionary of Greek