(πυρὸς

  • 21BACCHUS — I. BACCHUS Iovis ex Semele filius. Orpheus in Hymnis. Κιςςοκόμην Διόνυσον ἐρίβρομον ἄρχομ᾿ ἀείδειν. Ζηνὸς καὶ Σεμέλης ἐρικυδέος ἀγλαὸνυἷον. Idem aliô Hymnô Iovis et proserpinae filium putavit. Ε῎υβουλ᾿ ἐυπολύβουλε Διὸς καὶ Περσεφονείας. Hunc Deum …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 22PYRAMIDES — nihil aliud fuerant, quam regum Aegyptiorum pecuniae otiosa et stulta ostentatio. Harum enim una a 360000. hominum 10. Annorum spatiô constructa traditur, tantâ impensâ, ut in alliis, caepis et raphanis 1800. talenta fuerint insumpta, Plin. l. 36 …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 23ζάπυρος — ζάπυρος, ον (Α) διάπυρος («ἕλικες δ ἐκλάμπουσι στεροπῆς ζάπυροι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + πυρος (< πυρ), πρβλ. έμ πυρος, μελάμ πυρος] …

    Dictionary of Greek

  • 24ημίπυρος — ἡμίπυρος, ον (Α) ο κατά το ήμισυ, ο εν μέρει, ο ατελώς πύρινος («ἡμίπυρος σελήνη», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πυρος (< πυρ), πρβλ. διά πυρος, ολό πυρος] …

    Dictionary of Greek

  • 25θεόπυρος — θεόπυρος, ον (Α) ο αναμμένος από τους θεούς («φλογὶ θεοπύρῳ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πυρος (< πυρ), πρβλ. αυτό πυρος, δορύ πυρος] …

    Dictionary of Greek

  • 26κατάπυρος — κατάπυρος, ον (Α) διάπυρος, πυρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυρος (< πῦρ), πρβλ. αμφί πυρος, διά πυρος] …

    Dictionary of Greek

  • 27κριθανίας — κριθανίας, ὁ (Α) 1. όμοιος με κριθάρι 2. φρ. «κριθανίας πυρός» είδος σιτηρού, πιθ. ο κέγχρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κριθανίας (πυρός) < κριθή + πιθ. κατάλ. ανίας (πρβλ. υφ ανίας) σχηματίστηκε αναλογικά, κατά το πρότυπο τού σητανίας (πυρός)] …

    Dictionary of Greek

  • 28κριθόπυρον — κριθόπυρον, τὸ (Α) πάπ. μίγμα από κριθάρι και σιτάρι, σμιγάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + πυρον (< πυρός «είδος εκλεκτού σιταριού»), πρβλ. διόσ πυρος, λευκό πυρος] …

    Dictionary of Greek

  • 29σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… …

    Dictionary of Greek

  • 30σύμπυρος — ον, Μ όμοιος με τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πυρος (< πῦρ, πυρός), πρβλ. διά πυρος] …

    Dictionary of Greek