(πυρὸς

  • 11ολιγόπυρος — (I) ὀλιγόπυρος, ον (Α) αυτός που έχει λίγους κόκκους σίτου («στάχυς μικρὸς καὶ ὀλιγόπυρος», Θεόφρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. πολύ πυρος)]. (II) ὀλιγόπυρος, ον (Μ) αυτός που έχει λίγη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 12πολύπυρος — (I) ον, Α (για εύφορες χώρες) αυτός που παράγει πολύ σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. ολιγό πυρος)]. (II) η, ο / πολύπυρος, ον, ΝΑ ο γεμάτος φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < [i]πολυ * + πυρος (< πῦρ, πυρός «φωτιά»), πρβλ. ολιγό πυρος… …

    Dictionary of Greek

  • 13Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …

    Dictionary of Greek

  • 14ζώπυρος — (τέλη 5ου αι. – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Πέρσης ευγενής. Υπήρξε συνεργός στη δολοφονία του σφετεριστή του θρόνου Γαυμάτα και στην ανακήρυξη του Δαρείου Α’ σε βασιλιά. Ήταν τόσο πιστός στον Δαρείο, ώστε όταν αυτός πολιορκούσε τη Βαβυλώνα επί 20 μήνες …

    Dictionary of Greek

  • 15ισόπυρος — ἰσόπυρος, ον (ΑΜ) μσν. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἰσόπυρα ισότιμα, ισάξια αρχ. 1. (για φορολογούμενα προϊόντα) αυτός που θεωρείται ισάξιος με το σιτάρι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόπυρον είδος φυτού που φυτρώνει στα έλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πυρος… …

    Dictionary of Greek

  • 16κνηκόπυρος — κνηκόπυρος, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + πυρος (< πυρός «σιτάρι»), πρβλ. εύ πυρος, πολύ πυρος] …

    Dictionary of Greek

  • 17λινόπυρος — λινόπυρος, ὁ (Α) λίνο ανάμικτο με σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πυρος (< πυρός «σιτάρι»), πρβλ. εύ πυρος, πολύ πυρος] …

    Dictionary of Greek

  • 18ολόπυρος — (I) ὁλόπυρος, ον (Α) αυτός που έχει παρασκευαστεί από σιτάρι που δεν έχει αλεστεί ή κοπανιστεί, αλλά έχει βραστεί ολόκληρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. λευκό πυρος)]. (II) ὁλόπυρος, ον (Μ) αυτός που περιβάλλεται από τη φωτιά ή… …

    Dictionary of Greek

  • 19Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …

    Dictionary of Greek

  • 20огнь — ОГН|Ь (1091), И ( Ѧ) с. 1.Огонь как одна из стихий: манихеане… все гл҃юще д҃шевьна огнь въздѹхъ. землю. водѹ и сады. и дрѣвеса и сѣмена. (τὸ πῦρ) КЕ XII, 278а; створивыи б҃ъ огнь и водѹ ѿ небытнаго сѹщьства, ѿ огнѧ бо свѣтъ сл҃нце и проча˫а (πῦρ… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)