(πυλῶν

  • 91Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …

    Dictionary of Greek

  • 92Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… …

    Dictionary of Greek

  • 93Κέρβερος — ο 1. τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, τρικέφαλο σκυλί με ουρά φιδιού, φύλακας των πυλών του Άδη. 2. μτφ., άγρυπνος και αυστηρός φύλακας: Είναι κέρβερος ο νυχτοφύλακας …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 94πυλῶσι — πυλόω furnish with gates pres subj mp 2nd sg (epic) πυλόω furnish with gates pres subj act 3rd pl πυλόω furnish with gates pres subj act 3rd sg (epic) πυλών gateway masc dat pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 95πυλῶσιν — πυλόω furnish with gates pres subj mp 2nd sg (epic) πυλόω furnish with gates pres subj act 3rd pl πυλόω furnish with gates pres subj act 3rd sg (epic) πυλών gateway masc dat pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 96pilón — pilón1 (De pila1). 1. m. Pan de azúcar refinado, de forma cónica. 2. Pesa que, pendiente del brazo mayor del astil de la romana, puede moverse libremente y determinar el peso de las cosas, cuando se equilibra con ellas. 3. En los molinos de… …

    Diccionario de la lengua española

  • 97ДУСИКУ — [Дусикон; греч. Ϫουσίκου, ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Αϒίου Βησσαρίωνος], во имя свт. Виссариона, мужской действующий мон рь. Принадлежит Триккской и Стагийской митрополии Элладской Православной Церкви, расположен близ городка Пили, в 23 км от г. Трикала, на… …

    Православная энциклопедия