(πυλῶν

  • 81Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …

    Dictionary of Greek

  • 82Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… …

    Dictionary of Greek

  • 83Καρπάθου, δήμος — Δήμος (5.750 κάτ.) του νομού Δωδεκανήσου που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και από τις πρώην κοινότητες Απερίου, Αρκάσας, Βωλάδας, Μενετών, Μεσοχωρίου, Όθους, Πυλών και Σπόων, οι οποίες… …

    Dictionary of Greek

  • 84Καύκασος — (ρωσ. Kafkaz, αγγλ. Caucasus). Ορεινό συγκρότημα (ψηλότερη κορυφή: Ελμπρούζ, 5.642 μ.) στο απώτατο τμήμα της νοτιοανατολικής Ρωσίας, το οποίο παλαιότερα θεωρείτο το φυσικό όριο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, σήμερα όμως κατατάσσεται αποκλειστικά στην… …

    Dictionary of Greek

  • 85Κρήμνα — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, στην Πισιδία, τα ερείπια της οποίας βρίσκονται κοντά στη σημερινή πόλη Γκιρμέ. Πρόκειται κυρίως για λείψανα τείχους, πυλών και στοών. Επί Αυγούστου η Κ. έγινε ρωμαϊκή αποικία και αργότερα έδρα επισκοπής, η οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 86Κρόνια — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 26 κάτ.) του νομού Ευβοίας. Τα Κ. βρίσκονται κοντά στην ακτή της Βοιωτίας. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Ανθηδώνος. II Γιορτές προς τιμήν του θεού Κρόνου, που διεξάγονταν σε διάφορες πόλεις κατά την αρχαιότητα.… …

    Dictionary of Greek

  • 87Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… …

    Dictionary of Greek

  • 88Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …

    Dictionary of Greek

  • 89Ρουτζέρι, Φερντινάντο — (Ruggeri, Φλωρεντία π. 1691 – 1741). Ιταλός χαράκτης και αρχιτέκτονας. Εργάστηκε στην πρόσοψη της εκκλησίας της Αγίας Φλωρεντίας (1715), αργότερα ανοικοδόμησε το μοναστήρι και την εκκλησία της Αγίας Ευτυχίας (1736 1739) και έχτισε το ανάκτορο… …

    Dictionary of Greek

  • 90Σιδηρές Πύλες — Ονομασία διαφόρων στενωπών στα Βαλκάνια. Η γνωστότερη είναι ένα στενό και βραχώδες πέρασμα, μήκους περίπου 3 χλμ., μεταξύ των ρουμανικών πόλεων Όρσοβα και Τούρνου Σεβερίν, κοντά στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία. Η περιοχή αυτή… …

    Dictionary of Greek