(πυλῶν

  • 71ταγεύω — Α [ταγός] 1. (στη Θεσσαλία) είμαι ταγός*, ασκώ δημόσιο αξίωμα («ἐπεί γε μὴν ἐτάγευσε, διέταξεν ἱππικὸν ὅσον ἑκάστη πόλις δυνατὴ ἢν παρέχειν», Ξεν.) 2. είμαι αρχηγός φρατρίας 3. μέσ. ταγεύομαι διατάζω στρατιώτες να λάβουν θέσεις («ἀρίστους ἄνδρας… …

    Dictionary of Greek

  • 72τσέστερ — (Chester). Πόλη (65.000 κάτ.) της Μεγάλης Βρετανίας στη δυτική Αγγλία, πρωτεύουσα της κομητείας Τσέσαϊρ. Ιδρύθηκε από τους Ρωμαίους στη θέση παλαιότερου κελτικού οικισμού, και έγινε ρωμαϊκή αποικία τον 1o αι. μ.Χ. με το όνομα Deva ή Devana Castra …

    Dictionary of Greek

  • 73Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …

    Dictionary of Greek

  • 74Αμιήλ — Όνομα βιβλικών προσώπων (Α. στα εβραϊκά σημαίνει λαός του Θεού). 1. Γιος του Γαμαλί, της φυλής του Δαν, κατάσκοπος της Γης Χαναάν (Αριθ. 12). 2. Πατέρας του Μαχίρ κατά τους χρόνους του Δαβίδ (B’ Βασιλ. Θ’, 4 5, IZ’, 27). 3. Γιος του Μοσελιμία, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 75Αννίβας — I (Καρχηδόνα 247 – Βιθυνία 183 π.Χ.). Καρχηδόνιος στρατηγός του B’ Καρχηδονιακού πολέμου. Καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια των Βάρκα, η οποία από το 250 έως το 200 π.Χ. άσκησε μεγάλη επιρροή στην πολιτική της Καρχηδόνας. Ο πατέρας του… …

    Dictionary of Greek

  • 76Απάμεια — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Η Φαρνάκη της Συρίας, που ονομάστηκε έπειτα Πέλλα από τους πρώτους Μακεδόνες και αργότερα Α. από το όνομα της συζύγου του Σέλευκου A’ του Νικάτορα. Ήταν το δεύτερο σημαντικό κέντρο της Συρίας, μετά την Αντιόχεια, με… …

    Dictionary of Greek

  • 77Βαλέτα — (Valletta). Πόλη (περ. 9.200 κάτ.) και πρωτεύουσα της Μάλτας, ένα από τα καλύτερα φυσικά λιμάνια της Μεσογείου, επειδή το στόμιό του προστατεύεται από τους ΒΑ ανέμους με δύο κυματοθραύστες και το μήκος του φτάνει τα δύο χλμ. Στη νότια ακτή του… …

    Dictionary of Greek

  • 78Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …

    Dictionary of Greek

  • 79Δίπυλον — Το τμήμα των τειχών της Αθήνας που βρισκόταν στον Κεραμεικό, κοντά στη σημερινή εκκλησία της Αγίας Τριάδας, όπου υπήρχε και η κυριότερη είσοδος της πόλης. Ονομαζόταν και Πύλαι Κεραμεικαί. Το Δ. χτίστηκε την εποχή του Λυκούργου (338 π.Χ.) και… …

    Dictionary of Greek

  • 80Δουσίκου, μονή — Ονομάζεται και μονή των Μεγάλων Πυλών. Βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της Πίνδου (νομός Τρικάλων). Ιδρύθηκε το 1522 από τον μητροπολίτη Λαρίσης, Βησσαρίωνα, αλλά ο ναός ξαναχτίστηκε το 1544 με μεγαλύτερες διαστάσεις από τον ανιψιό του Βησσαρίωνα …

    Dictionary of Greek