(πυθ)
1ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… …
2πυστός — ή, όν, ΜΑ 1. γνωστός, ξακουστός 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ἐκ τοῡ πεύθω, ὅ σημαίνει τὸ ἀκούω, γίνεται πυστὰ καὶ ἔκπυστα, σημαίνει δὲ τὰ ἐξάκουστα καὶ ἐξάγγελτα καὶ ἔκδηλα». [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *πυθ τος < θ. πυθ τού πυ ν θάνομαι… …
3πύσμα — ατος, τὸ, Α 1. ερώτηση που απαιτεί απλή και σύντομη απάντηση 2. ερωτηματικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *πυθ σμα < θ. πυθ τού πυ ν θάνομαι + επίθημα σμα (πρβλ. πεῖ σμα)] …
4πύστις — εως, ἡ, Α 1. ερώτηση, εξέταση, έρευνα («κοινὴ γὰρ ἔσται ἡ πύστις ὑπὲρ ἐμοῡ τε καὶ σοῡ», Πλάτ.) 2. καθετί που μαθαίνει κανείς ρωτώντας, πληροφορία, φήμη 3. φρ. «κατὰ πύστιν» σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *πυθ τις …
5άκαμπτος — η, ο (Α ἄκαμπτος, ον) [καμπτός] 1. εκείνος που δεν κάμπτεται, δεν λυγίζει ή δεν έχει λυγίσει «ἄκαμπτος κλάδος» 2. μτφ. όποιος δεν υποχωρεί, ανένδοτος «άκαμπτη αποφασιστικότητα» «ἄκαμπτοι βουλαὶ» (Πίνδ. Πυθ. 4, 72) 3. μτφ. αυτός που δεν υποχωρεί… …
6άκεσμα — ἄκεσμα ( ατος), το (Α) [ἀκέομαι] 1. θεραπευτικό μέσο, γιατρικό «ἐπὶ δ ἕλκεϊ λυγρῷ φάρμακ ἀκέσματ ἔπασσε μελαινάων ὀδυνάων» (Όμ. Ο 394) 2. θεραπεία, γιατριά (Πίνδ. Πυθ. 5, 86 Αισχ. Προμ. 482) …
7ακαμαντομάχας — ἀκαμαντομάχας και ἀκαμαντομάχης, ο (Α) ο ακάματος, ακούραστος στη μάχη «ἀκαμαντομάχαι Ζηνὸς υἱοὶ» (Πινδ. Πυθ. 4, 171). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας αντος + μάχας < μάχη] …
8αμφί — ἀμφὶ πρόθ. (Α) (κυρίως στον ποιητικό και ιωνικό πεζό λόγο, η περὶ τών κλασικών κειμένων) και στις δύο πλευρές, και στα δύο μέρη Α. (με γενική) 1. για, για χάρη, για το χατίρι κάποιου «ἀμφί λέκτρων μάχεσθαι» (Ευρ. Ανδρομ. 123) 2. (όπως η πρός, για …
9κρονείον — κρονεῑον, τὸ (Α) ναός τού θεού Κρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος + επίθημα εῖον (πρβλ. Μουσ είον, Πυθ είον)] …
10λιμένας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 35 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων του νομού Χίου. Μέχρι το 1981 ονομαζόταν Πασά Λιμάνι. * * * και λιμήν, ο (AM λιμήν, ένος) 1. φυσική ή τεχνητή …
- 1
- 2