(πρύτανις
51πρυτανεύς — έως, ὁ, Α ο πρύτανις. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού πρυτανεύω] …
52πρυτανεύω — ΝΑ, και αττ. τ. προτανεύω και φωκ. τ. βρυτανεύω Α (στην αρχ. Αθήνα) (για φυλή ή για πρόσ.) ασκώ το αξίωμα τού πρυτάνεως (α. «Ἀκαμαντὶς πρυτάνευε», Θουκ. β. «πρυτανεύσας τὴν πρώτην πρυτανείαν», Αντιφ.) νεοελλ. 1. είμαι πρύτανης πανεπιστημίου ή… …
53πρυτανικός — ή, ό / πρυτανικός, ή, όν, ΝΑ [πρύτανις] νεοελλ. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε πρύτανη («πρυτανικός λόγος» ο λόγος που εκφωνείται από τον πρύτανη κατά την διάρκεια τής τελετής η οποία γίνεται για την ανάληψη τών καθηκόντων του) αρχ.… …
54συμπρύτανις — άνεως, ὁ, Α πρύτανις επίσης, όπως και άλλος …
55υποπρύτανις — άνεως, ὁ, Α αντιπρύτανης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πρύτανις] …
56Π, π — Το δέκατο έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Οφείλει το σχήμα του στο δέκατο έβδομο γράμμα του σημιτικού αλφαβήτου pe (= στόμα). Από φωνητική άποψη είναι φθόγγος άηχος, ακαριαίος και χειλικός. Ο αρχαίος ελληνικός φθόγγος π προήλθε από τον… …
57ԱՌԻԹ — (առթի, թաց.) NBH 1 0304 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c գ.ա. προμνήστωρ pronubus, ὀ, ἠ πρόξενος concilians, conciliator, trix Իբր Առիչ, առօղ եւ բերօղ. պատճառ առաջի կամ միջնորդական. բարեխօս.… …
58Πρυτάνεων — Πρυτάνεω̆ν , Πρύτανις ruler fem gen pl …
59πρυτάνεων — πρυτάνεω̆ν , πρύτανις ruler masc gen pl …
60Πρυτάνεως — Πρυτάνεω̆ς , Πρύτανις ruler fem gen sg (attic) …