(πορ

  • 31σιδηροφύρης — και σιδηρόφυρος, ο, Ν (αστρον. ορυκτ.) λιθοσιδηρομετεωρίτης που περιέχει 50% σιδηρονικέλιο, 35% βρονζίτη και 15% τριδυμίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. siderophyre < σίδηρος + φύρης (< πορ φύρης, πρβλ. πορφύρα)] …

    Dictionary of Greek

  • 32σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …

    Dictionary of Greek

  • 33σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …

    Dictionary of Greek

  • 34σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …

    Dictionary of Greek

  • 35φύρω — Α 1. ανακατεύω κάτι στερεό με ένα υγρό και συνήθως τό χαλώ, τό αλλοιώνω (α. «φύρειν γαῑαν ὕδει», Ησίοδ. β. «πάντα βορβορῳ πεφυρμένα», Σιμων.) 2. λερώνω («γαίᾳ πεφύρσεται κόμαν», Πίνδ.) 3. ραντίζω, βρέχω, πιτσιλώ (α. «αἵματι δ οἶκος ἐφύρθη», Ευρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 36Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 37Αμπιτζάν — (Abidjan).Πόλη (3.310.000 κάτ. το 2002) της Ακτής του Ελεφαντοστού, πρωτεύουσα του νότιου διαμερίσματος (14.200 τ. χλμ., 3.894.300 κάτ.) και πρώην πρωτεύουσα της χώρας. Δύο σημαντικά γεγονότα μετέτρεψαν το άλλοτε μικρό χωριουδάκι σε μια από τις… …

    Dictionary of Greek

  • 38Αντικόστι — (Anticosti). Νησί (7,9 τ. χλμ., 264 κάτ. το 1996) του Καναδά, στον κόλπο Σεν Λόρενς της επαρχίας Κεμπέκ, απέναντι από τις εκβολές του ομώνυμου ποταμού. Ανακαλύφθηκε το 1534 από τον Γάλλο εξερευνητή και θαλασσοπόρο Ι. Καρκέ, που του έδωσε την… …

    Dictionary of Greek

  • 39Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …

    Dictionary of Greek

  • 40Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …

    Dictionary of Greek