(πολὺν μισθόν

  • 1προστελώ — έω, Α πληρώνω επί πλέον («μὴ πάνυ πολὺν μισθὸν προσετέλει τῆς ἀσφαλείας», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τελῶ «καταβάλλω τέλος, πληρώνω δασμό»] …

    Dictionary of Greek