(πλόκους κόμης

  • 1καταξαίνω — (AM) καταξεσχίζω, κατακομματιάζω («τούς... πλόκους κόμης καταξήνωσι Παρνασσοῡ πλάκες», Ευρ.) αρχ. 1. (συν. για έριο) ξαίνω καλά, λαναρίζω 2. φθείρω, καταστρέφω (α. «νόσοι καταξαίνουσιν ὅλα δι ὅλων», Φίλ. β. «ὅπλα κατεξάνθαι», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek