(παῖδα
81εξελίσσω — (Α ἐξελίσσω, αττ. τ. ἐξελίττω) με αλλεπάλληλες μεταβολές μετασχηματίζω κάτι («η βιομηχανία εξελίχθηκε ραγδαία») νεοελλ. μετατρέπομαι, αλλάζω («ἐξελίσσεται σὲ λαμπρὸ ἐπιστήμονα») αρχ. 1. ξετυλίγω, ανοίγω («ἐξελίξας περιβολὰς σφραγισμάτων», Ευρ.) 2 …
82επιμέμφομαι — (AM ἐπιμέμφομαι) [μέμφομαι] επιρρίπτω μομφή σε κάποιον, κατακρίνω («κασιγνήτοις ἐπιμέμφεται») αρχ. 1. κατηγορώ κάποιον οργισμένος εναντίον του για κάτι (α. «ἐπιμέμφεται... ἕνεκ’ ἀρητῆρος» β. «ἑαυτῷ ἐπεμέμφετο τῆς τόλμης») 2. έχω παράπονο για κάτι …
83επιφημίζω — ἐπιφημίζω (AM) μσν. επευφημώ, ζητωκραυγάζω 2. διαδίδω φήμες 3. ανακηρύσσω με βοή αρχ. 1. προφέρω δυσοίωνες λέξεις για το μέλλον, προφητεύω κακά («ἰόντος αὐτοῡ ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο», Ηρόδ.) 2. υπόσχομαι, δίνω τον λόγο μου («κείνω… …
84επωδός — Ο όρος στην αρχαία χορική ποίηση σήμαινε την τελευταία περίοδο της τριάδας (στροφή, αντιστροφή, ε.), την οποία οι ηθοποιοί τραγουδούσαν όρθιοι. Στην κλασική μετρική, ε. ονομάστηκε ο δεύτερος και πιο σύντομος στίχος της δίστιχης στροφής και ύστερα …
85ερειψιπύλας — ἐρειψιπύλας, ὁ (Α) αυτός που καταρρίπτει, που κατακρημνίζει τις πύλες («ἐρειψιπύλαν παῑδα... Διὸς ἀργικεραύνου», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρειψις «γκρέμισμα» (< ερείπω) + πύλας (αιτ. πληθ. τού πύλη)] …
86ευδαιμονίζω — (ΑM εὐδαιμονίζω) [ευδαίμων] θεωρώ ή ονομάζω κάποιον ευτυχή, μακαρίζω («εὐδαιμόνιζε παῑδα σήν», Ευρ.) …
87ευώλενος — εὐώλενος (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που έχει ωραίες ωλένες, βραχίονες («τὰν εὐώλενον... παῑδα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ωλένη «βραχίων»] …
88ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… …
89θανατώνω — (AM θανατῶ, όω) [θάνατος] 1. επιφέρω σε κάποιον τον θάνατο, σκοτώνω (α. «παρά μικρόν δέν ἔλειψεν ἵνα μὲ θανατώσουν», Πρόδρ. β. «τὸν μὲν ἔφερε θανατώσων παῖδα», Ηρόδ.) 2. καταστρέφω, αφανίζω, συντρίβω 3. μέσ. θανατώνομαι και θανατούμαι, όομαι… …
90κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …