(παῖδα

  • 71THALYSIA — Graece ΘαλύϚια, sacra Cereri Liberoque communia: Eorum meminit Menander Rhetor, c. περὶ λαλιᾶς: Τῶν λόγων τὰς ἀπαρχὰς ἀνατιθεὶς τῇ πατρίδι καὶ τοῖς πολίταις, ὥσπερ τῇ Δήμητρι καὶ τῷ Διονύσῳ, οἱ γεωργοὶ τὰ Θαλύσια, Primitias orationum dedicans… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 72TYPHOEUS — Gigas Terrae et Titani fil. quem illa Iovi irata in perniciem caelestium fertur edidisle. Virg. l. 1. Georg. v. 279. Tum partu terra nesando Caeumque Iapetumque creat, saevumque Typhoea. Huius manus robustae, pedes indefessi erant ac serpentini,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 73Σκυρόθεν — Α επίρρ. από την Σκύρο («ὡς ἂν μοι τὸν παῑδα θοῇ ἐνὶ νηὶ μελαίνῃ Σκυρόθεν ἐξαγάγοις», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Σκῦρος + επιρρμ. κατάλ. θε(ν)*] …

    Dictionary of Greek

  • 74ένας — (I) ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α) την τρίτη ημέρα, μεθαύριο. (II) μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα) 1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια τής μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.) 2. συχνά με έμφαση («πιστεύω εἰς ἕνα… …

    Dictionary of Greek

  • 75ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …

    Dictionary of Greek

  • 76ί — (I) ἴ (Α) (πριν από φωνήεν) ή. [ΕΤΥΜΟΛ. Κυπριακός τ. τού διαζευτικού ή]·. (II) ἳ (Α) ονομαστική τής αντωνυμίας τού τρίτου προσ. οὗ («ἡ μὲν ὡς ἳ θάσσον , ἡ δ ὡς ἵ τέκοι παῑδα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αυτοπαθής αντωνυμία γ προσ. θηλ. που συνδέεται με γοτθ …

    Dictionary of Greek

  • 77εγκρίνω — (Α ἐγκρίνω) 1. ύστερα από κρίση ή εξέταση παραδέχομαι κάτι ως σωστό, επιδοκιμάζω («ἐροῡ τιν ἄνδρα ἄριστον ἐγκρίνειαν ἄν ἤ οὐ παῑδα τὸν ἐμόν», Ευρ., Ηλέκτρα) 2. επικροτώ, χαρακτηρίζω ως καλό («τοὺς δὲ τῆς ψυχῆς ἐραστὰς ἐγκρίνειν κατὰ τὸ σύνολον»,… …

    Dictionary of Greek

  • 78ενιαυσιαίος — ἐνιαυσιαῑος, α, ον (AM) [ενιαυτός] 1. ενιαύσιος, ετήσιος, που γίνεται κάθε χρόνο («ἐνιαυσιαῑον ζῴδιον», «ἐνιαυσιαῑος κύκλος») 2. ο ενός έτους, μονοετής, χρονιάρικος («καταλιπόντος δὲ Λαβδάκου παῑδα ἐνιαυσιαῑον Λάιον», Απολλόδ.). επίρρ...… …

    Dictionary of Greek

  • 79εξαμβλώνω — (AM ἐξαμβλῶ, έω) [αμβλώ] προκαλώ άμβλωση, πρόωρη αποβολή τού εμβρύου («σὴν παῑδα φαρμακοῡμεν καὶ νηδὺν ἐξαμβλοῡμεν», Ευρ.) αρχ. 1. κάνω κάτι μάταιο («φροντίδ ἐξήμβλωκας», Αριστοφ.) 2. διαφθείρω, χαλώ («ποία σώματος ἰσχύς οὐκ ἐξαμβλοῡται... δι… …

    Dictionary of Greek

  • 80εξαναιρώ — ἐξαναιρῶ, έω (Α) εξάγω, βγάζω από κάπου [«ἐξανελοῡσα πυρὸς (παῑδα)]», ύμνος στη Δήμ.] …

    Dictionary of Greek