(παῖδα

  • 111ρύσιον — και δωρ. τ. ῥύτιον, τὸ, Α [ῥυτός (ΙΙ)] 1. αυτό που αρπάζεται και σύρεται με τη βία και, ειδικότερα: α) το λάφυρο, η λεία («ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην τοῡ ῥυσίου θ ἥμαρτε», Αισχύλ.) β) αυτό που λαμβάνεται ή κρατείται ως εγγύηση, το… …

    Dictionary of Greek

  • 112συναναδείκνυμι — Α [ἀναδείκνυμι] 1. αναγορεύω μαζί («τέμενος ἑαυτῷ ἄσυλον συναναδεικνῡναι», πάπ.) 2. αναγορεύω στο ίδιο αξίωμα («ἑαυτῷ τὸν παῑδα βασιλέα συναναδεικνῡναι» Ζώσ.) …

    Dictionary of Greek

  • 113συναποφθίνω — Α 1. καταστρέφω, εξολοθρεύω κάτι μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο («παῑδά τε καὶ γενέτειραν ὁμῇ συναπέφθισαν ἄτῃ», Οππ.) 2. μέσ. συναποθνήσκω («δελφῑνι νέῳ συναπέφθιτο μήτηρ», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποφθίνω «εξολοθρεύω, αφανίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 114σφαγιάζω — ΝΜΑ [σφάγιον] σφάζω σε θυσία, θυσιάζω («τῷ Κρόνῳ παῑδα σφαγιάσας», Διόδ.) νεοελλ. 1. σφάζω, σκοτώνω 2. μτφ. αφανίζω, καταστρέφω αρχ. μέσ. σφαγιάζομαι προσφέρω θυσία («οἱ μὲν μάντεις ἐσφαγιάζοντο εἰς τὸν ποταμόν», Ξεν.) …

    Dictionary of Greek

  • 115τιθηνός — όν, Α [τιθήνη] 1. αυτός που έχει αναλάβει την ανατροφή μικρού παιδιού, τροφός 2. αυτός που δέχεται τις περιποιήσεις τού ή τής τροφού, ο γαλουχούμενος («παῑδα τιθηνόν», επιγρ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ τιθηνός άτομο που ασχολείται με την ανατροφή… …

    Dictionary of Greek

  • 116υποκατασκευάζω — Α 1. παρασκευάζω, ετοιμάζω κρυφά («ὑποκατασκευάζειν ἐνέδρας ἀρχήν», Ιώσ.) 2. προετοιμάζω, προπαρασκευάζω 3. συνθέτω, συντάσσω («δεῑ ὑποκατασκευάσθαι πως μᾱλλον τοῡ διαλόγου τὴν ἐπιστολήν». Δημήτρ.) 4. καθιστώ, κάνω κάποιον κάτι κατά τι… …

    Dictionary of Greek

  • 117χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… …

    Dictionary of Greek

  • 118ωδίς — η / ὠδίς, ῑνος, ΝΜΑ, και ὠδίν, ῑνος, Α (συν στον πληθ.) οι ωδίνες και αἱ ὠδῑνες οι πόνοι τού τοκετού μσν. επινόηση, εφεύρεση αρχ. 1. τέκνο που γεννιέται με πόνους («παῑδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῑνα», Αισχύλ.) 2. σφοδρός πόνος, οδύνη 3. επίπονο έργο τού …

    Dictionary of Greek

  • 119ωρύομαι — ὠρύομαι, ΝΑ 1. (για άγριο ζώο, ιδίως για λύκο ή σκύλο) βγάζω άγρια φωνή, ουρλιάζω 2. μτφ. (για πρόσ.) κραυγάζω σαν άγριο θηρίο (α. «από το πρωί ωρύεται έξαλλος σε όλους» β. «ὥσπερ ἀπόπληκτοι... ὠρύονται», Πλάτ.) αρχ. 1. (για λιοντάρι) βρυχώμαι 2 …

    Dictionary of Greek

  • 120Λορένη — I (γαλλ. Lorraine, γερμ. Lothringen). Ιστορική γεωγραφική περιοχή και διοικητική περιφέρεια (23.547 τ. χλμ., 2.310.376 κάτ. το 2000) της Γαλλίας, στο ανατολικό τμήμα της χώρας· η περιφέρεια περιλαμβάνει τους νομούς Μεζ (Μόσα), Μερτ ε Μοζέλ,… …

    Dictionary of Greek