(παντὸς τοῦ βίου

  • 1Johannes Klimakos — Ikonographie der „Himmelsleiter“ Johannes Klimakos (griechisch Ἰωάννης Κλίμακος, * vor 579; † um 649)[1] war ein Heiliger, Mönch und griechischer asketischer Schriftsteller …

    Deutsch Wikipedia

  • 2Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος …

    Deutsch Wikipedia

  • 3Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …

    Deutsch Wikipedia

  • 4Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …

    Dictionary of Greek

  • 5НИКОЛАЙ ИЗ ДАМАСКА —     НИКОЛАЙ ИЗ ДАМАСКА (Νικόλαος ὁ Δαμασκηνός) (ок. 64 после 4 до н. э.), философ перипатетик, историк, политический деятель времен имп. Августа (воспитатель детей царицы Египта Клеопатры, приближенный Ирода Великого, царя Иудейского).     О… …

    Античная философия

  • 6γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …

    Dictionary of Greek

  • 7Μοδεστίνος — (3oς αι. μ.Χ.). Ρωμαίος νομοδιδάσκαλος. Ήταν μαθητής του Ουλπιανού και ιδιαίτερος νομικός σύμβουλος του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου Αλέξανδρου Σεβήρου. Ήξερε ελληνικά και λέγεται ότι έγραψε πολλά από τα έργα του σε ελληνική γλώσσα. Ο Μ. διατύπωσε …

    Dictionary of Greek

  • 8πραγματεύομαι — ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγ ματεύομαι, Α [πράγμα, ατος] 1. ασχολούμαι με κάτι 2. διαπραγματεύομαι (α. «νουθετώντας να τά πραγματευθούν με φρονιμάδα» Αραθ. Μυθ. β. «εἶπε πρὸς αὐτούς πραγματεύσασθαι ἐν ᾦ ἔρχομαι», ΚΔ) νεοελλ. εξετάζω ένα θέμα προσεχτικά …

    Dictionary of Greek

  • 9ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …

    Православная энциклопедия

  • 10αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …

    Dictionary of Greek