(παντέλεια
1παντελεία — παντελείᾱ , παντέλεια consummation fem nom/voc/acc dual …
2παντελείᾳ — παντελείᾱͅ , παντέλεια consummation fem dat sg (attic doric aeolic) …
3παντέλεια — consummation fem nom/voc sg παντέλειος in pure perfection neut nom/voc/acc pl …
4παντέλεια — Γιορτή των αρχαίων Ελλήνων που αποτελούσε μέρος της λατρείας της θεάς Δήμητρας. Η γιορτή δεν είχε πανελλήνιο χαρακτήρα αλλά τοπικό (Ελευσίνα, Συρακούσες). * * * ἡ, Α [παντελής] 1. ο μέγιστος βαθμός, το κορύφωμα, η απόλυτη πληρότητα («τοιαύτην… …
5παντελείας — παντελείᾱς , παντέλεια consummation fem acc pl παντελείᾱς , παντέλεια consummation fem gen sg (attic doric aeolic) …
6παντέλειαν — παντέλεια consummation fem acc sg …
7Пантелеймон — Запрос «Пантелеимон» перенаправляется сюда; см. также другие значения. Пантелеймон греческое Род: муж. Отчество: Пантелеймонович Пантелеймоновна Производ. формы: Пантелеймонка, Пантя, Пантюха, Пантюша, Паня, Пана, Моня, Пантелейка, Пантелюха,… …
8παντέλειος — ον, ΜΑ τέλειος σε όλα αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παντέλεια η τελευταία ημέρα τών Θεσμοφορίων στις Συρακούσες 2. (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «παντέλειον ὁλόκληρον» 3. φρ. «παντέλειος ἀριθμός» ο αριθμός δέκα. επίρρ... παντελείως Α με… …
9ԱՄԵՆԱԿԱՏԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0062 Chronological Sequence: 5c, 6c, 12c գ. παντέλεια summa perfectio, integritas, ingens sumtus Որպէս ծայրագոյն կատարելութիւն. *Տեսանես զամենակատարութիւն հոգւոյն. Լմբ. սղ.: Ամբողջութիւն. անարատութիւն. եւ լրումն կատարելութեան յիւրում… …