(παιδός
1παιδός — παῖς child masc/fem gen sg …
2παῖδος — παῖς child masc/fem gen sg (epic) …
3αλβανόπαις — ( παιδος), ο το αλβανόπουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλβανός + παις] …
4πεντηκοντάπαις — παιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ και πεντηκοντόπαις, Μ αυτός που έχει πενήντα παιδιά αρχ. αυτός που περιλαμβάνει πενήντα παιδιά («πέμπτη δ ἀπ αὐτοῡ γέννα πεντηκοντάπαις... πρὸς Ἄργος... ἐλεύσεται», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + παῖς (πρβλ. δί παις)] …
5πρατοπάμπαις — παιδος, ὁ, Α αρχηγός παιδιών που βρίσκονται στην ακμή τής παιδικής τους ηλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῶτος, δωρ. τ. τού πρῶτος + πάμπαις (< παυ * + παῑς)] …
6πρατόπαις — παιδος, ὁ, Α δωρ. τ. βλ. πρωτόπαις …
7πρωτόπαις — παιδος, ο, η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρατόπαις, Α (λόγιος τ.) το πρώτο παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + παῖς «παιδί»] …
8ταρταρόπαις — παιδος, ὁ, ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Εκάτης) παιδί τού Ταρτάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τάρταρος + παῖς (πρβλ. θαλασσό παις)] …
9φιλοβούπαις — παιδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τού αρέσουν οι έφηβοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βούπαις «έφηβος, παληκαρόπουλο»] …
10χθονόπαις — παιδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει γεννηθεί από τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + παῖς (πρβλ. οὐρανό παις)] …