(παιδοπόρος

  • 1παιδοπόρος — παιδοπόρος, ον (Α) αυτός από τον οποίο διέρχεται παιδί, όπως είναι λ.χ. η μήτρα («παιδοπόρος γένεσις», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + πόρος (< πόρος), πρβλ. θαλασσο πόρος] …

    Dictionary of Greek

  • 2παιδοπόρον — παιδοπόρος through which a child passes masc/fem acc sg παιδοπόρος through which a child passes neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …

    Dictionary of Greek

  • 4πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …

    Dictionary of Greek