(οἶκος

  • 51πάροικος — Καθημερινή ελληνική εφημερίδα με έδρα το Κάιρο. Ιδρύθηκε από τον Ν. Ποτήρη. Το πρώτο φύλλο του κυκλοφόρησε στις 18 Απριλίου 1953 και το τελευταίο του στις 24 Ιανουαρίου 1961. * * * ο / πάροικος, ον, ΝΜΑ ως ουσ. αυτός που διαμένει μόνιμα σε ξένη… …

    Dictionary of Greek

  • 52πανοίκιος — ον, Α 1. (συν. ως επιρρμ. κατηγ.) μαζί με όλη την οικογένεια («πανοικίους χορεύειν», Στραβ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλη την οικογένεια («ὑπέρ τῆς πανοικίου μου ὑγείας», επιγρ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) πανοίκιον με όλη την οικογένεια.… …

    Dictionary of Greek

  • 53περίοικος — ο / περίοικος, ον, ΝΜΑ (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι περίοικοι α) οι γείτονες (α. «ενοχλείτε τους περιοίκους με τους θορύβους σας» β. «καὶ πάντες οἱ περίοικοι τῶν δύο βασιλείων», Διήγ. Αχιλλ. γ. «ἔφερον τοὺς περιοίκους ἅπαντας», Ηρόδ.) β) i) (στον… …

    Dictionary of Greek

  • 54πλησίοικος — ον, Α αυτός που κατοικεί κοντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλησίος + οἶκος (πρβλ. ομό οικος)] …

    Dictionary of Greek

  • 55πρόοικος — ὁ, ΜΑ επιστάτης μεγάρου, οικονόμος τής Αυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + οἶκος (πρβλ. πάρ οικος)] …

    Dictionary of Greek

  • 56πρόσοικος — ον, Α 1. αυτός που κατοικεί κοντά σε κάποιον, ο γείτονας 2. (για τόπο) όμορος, γειτονικός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρόσοικος (ενν. χώρα) η γειτονική χώρα 4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πρόσοικοι οι γείτονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + οἶκος (πρβλ. πάρ… …

    Dictionary of Greek

  • 57σωσίοικος — ον, Α σωτήρας τών οίκων, αυτός που σώζει τα σπιτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος* < σῴζω* + οἶκος (πρβλ. ἐγρεσίοικος, ὠλεσί οικος)] …

    Dictionary of Greek

  • 58χαλκίοικος — Επίκληση της θεάς Αθηνάς, πολιούχου της ακρόπολης της Σπάρτης. Ο εκεί ναός ήταν σκεπασμένος με χάλκινα ελάσματα. Το χάλκινο είδωλο της θεάς ήταν έργο του Γιτιάδα, που φαίνεται ότι ήταν και αρχιτέκτονας του ναού. * * * ον, Α (το θηλ. ως προσωνυμία …

    Dictionary of Greek

  • 59ύποικος — και ὑπόβοικος, ὁ, Α γείτονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οἶκος (πρβλ. κάτ οικος). Ο φθόγγος β τής λ. ὑπόβοικος ερμηνεύεται από την παρουσία τού δίγαμμα F στη λ. Fοῖκος] …

    Dictionary of Greek

  • 60Βαλουά — I (Valois). Βασιλικός οίκος της Γαλλίας, που είχε την εξουσία από το 1328 έως το 1589, κλάδος του γαλλικού βασιλικού οίκου των Καπετιδών. Η δυναστεία άρχισε με τον Κάρολο, τριτότοκο γιο του Φιλίππου Γ’, στον οποίο το 1285 δόθηκε η κομητεία του Β …

    Dictionary of Greek