(οἶκος

  • 11κάτοικος — ο, η (ΑΜ κάτοικος) αυτός που έχει την κατοικία του σ έναν τόπο, αυτός που διαμένει σε κάποιο τόπο (α. «είναι μόνιμη κάτοικος Θεσσαλονίκης» β. «Θρᾳκῶν και Γαλατῶν πλήθος, ἐκ μὲν τῶν κατοίκων καὶ τῶν ἐπιγόνων», Πολ.) αρχ. (το αρσ. πληθ.) οἱ… …

    Dictionary of Greek

  • 12μέτοικος — Στην αρχαία Αθήνα μ. ονομάζονταν οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι, ελληνικής ή βαρβαρικής καταγωγής, που δεν είχαν τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων. Οι μ. έλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ συνετέλεσαν καθοριστικά στην οικονομική άνθηση… …

    Dictionary of Greek

  • 13φυκίοικος — ὁ, Α αυτός που κατοικεί ανάμεσα στα φύκη, δηλαδή ο Ποσειδώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυκίον / φύκιον, υποκορ. τού φῦκος + οικος (< οἶκος), πρβλ. ἀερί οικος, χαλκί οικος] …

    Dictionary of Greek

  • 14Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …

    Dictionary of Greek

  • 15oikos International — Gründung 1987 Sitz St. Gallen, Schweiz Aktionsraum Global Schwerpunkt Nachhaltigkeit Motto …

    Deutsch Wikipedia

  • 16OECI — Graece Οἶκοι et οἰκήματα, cellae dictae sunt Balneorum, apud Veteres, quarum cum tres essent, Frigidaria, Tepidaria et Caldaria; illam ψνχρὸν οἶκον, et ψυχροδόχον οἶκον, appellat Lucian. in Dial. istam ἠρέμκ χλιαινόμενον οἶκον, Idem: hanc, θερμὸν …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 17μύλοικος — μύλοικος, ὁ (Α) είδος σκαθαριού ή κατσαρίδας που ζει σε μύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + οικος (< οἶκος), πρβλ. ορεσί οικος] …

    Dictionary of Greek

  • 18οικίσκος — ο (ΑΜ οἰκίσκος) [οίκος] (υποκορ. τού οίκος) μικρό σε μέγεθος σπίτι, μικρό οίκημα, σπιτάκι νεοελλ. ανεξάρτητο κτίσμα, παράρτημα μεγάλης οικοδομής, παράσπιτο («οικίσκος κηπουρού») αρχ. 1. μικρό δωμάτιο, θάλαμος 2. κλουβί στο οποίο εκτρέφονται ζώα 3 …

    Dictionary of Greek

  • 19ορείοικος — ὀρείοικος και ὀρεσίοικος και οὐρεσίοικος, ον (Α) αυτός που κατοικεί στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρεσί (βλ. λ. όρος [II]) + οικος (< οἶκος), πρβλ. αερί οικος] …

    Dictionary of Greek

  • 20πτολίοικος — ον, Α ο κάτοικος μιας πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτόλις, επικ. τ. τού πόλις + οικος (< οἶκος), πρβλ. ορεσί οικος] …

    Dictionary of Greek