(ξίφος ὤμῳ

  • 1περιτίθημι — ΜΑ [τίθημι] μσν. θέτω προς εξέταση, μελέτη αρχ. 1. τοποθετώ ολόγυρα, βάζω γύρω γύρω 2. περιβάλλω 3. επιθέτω, προσθέτω 4. ενώνω, συνάπτω 5. επισυνάπτω σε διάφορα σημεία ενός όλου 6. προσδένω 7. επιφέρω 8. παρέχω 9. επιθέτω, επιβάλλω 10. χρεώνω… …

    Dictionary of Greek