(ξεστός
31ξεστίζω — (Α) [ξεστός] 1. λειαίνω, στιλβώνω 2. λαμπρύνω, εξευγενίζω …
32ξεστικός — ξεστικός, ή, όν (Μ) [ξεστός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ξύσιμο, αυτός που ζέει, που ξύνει …
33ξεστουργία — ξεστουργία, ἡ (Α) η διαδικασία τής λείανσης, στίλβωση, πελέκημα («ξεστουργία λίθων», Διόδ. Σικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεστός + ουργία (< ουργός < ἔργον), πρβλ. καλαμ ουργία) …
34παλίγξεστος — και παλίγξυστος, ον (Α) αυτός που ξέστηκε εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ξεστός / ξυστός (< ξέω / ξύω)] …
35τρίξεστος — ον, Μ φρ. «τρίξεστον ξύλον» ο σταυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ξεστός (< ξέω «λειαίνω, γυαλίζω»)] …
36ξεστάν — ξεστά̱ν , ξεστός hewn fem acc sg (doric aeolic) …
37ξεστάς — ξεστά̱ς , ξεστός hewn fem acc pl …
38ξεστῇσ' — ξεστῇσι , ξεστός hewn fem dat pl (epic ionic) …
39ξεστῶι — ξεστῷ , ξεστός hewn masc/neut dat sg …
40kes- (*ĝhes-) — kes (*ĝhes ) English meaning: to scratch, itch Deutsche Übersetzung: “kratzen, kämmen” Material: Gk. κεσκέον (zur form κεσκίον s. Boisacq) “ oakum “ (*kes kes ); M.Ir. cīr f. “comb” (*kēs rü); O.N. haddr m. “Kopfhaar the Frau”… …