(ξεστός

  • 21ξεστῷ — ξεστός hewn masc/neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 22λιθόξεστος — λιθόξεστος, ον (Α) αυτός που έχει λαξευθεί σε λίθο ή είναι κατασκευασμένος από λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ξεστος (< ξέω), πρβλ. αυτό ξεστος, νεό ξεστος] …

    Dictionary of Greek

  • 23πολύξεστος — ον, Α αυτός που έχει ξεστεί πολύ, που έχει λειανθεί πολύ, καλογυαλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ξεστός (< ξέω «λειαίνω, γυαλίζω»), πρβλ. ά ξεστος, εύ ξεστος] …

    Dictionary of Greek

  • 24νεόξεστος — και νιόξεστος, η, ο (Α νεόξεστος, ον) αυτός που ξύστηκε πρόσφατα ή αυτός που στιλβώθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ξεστος (< ξέω), πρβλ. αυτό ξεστος] …

    Dictionary of Greek

  • 25ξεστῶν — ξέστης sextarius masc gen pl ξεστός hewn fem gen pl ξεστός hewn masc/neut gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 26Ludwig Hillesheim — (* 26. August 1514 in Andernach; † 17. Oktober 1575 in Köln) war ein Humanist und Bürgermeister der Stadt Andernach. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Publikationen 3 Einzelnachweise …

    Deutsch Wikipedia

  • 27άξεστος — η, ο (AM ἄξεστος, ον) 1. ακατέργαστος, απελέκητος («ἄξεστος λίθος», Σοφοκλής) 2. μτφ. τραχύς, αδέξιος, ακαλλιέργητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ξεστός < ξέω] …

    Dictionary of Greek

  • 28ερωτόξεστος — ἐρωτόξεστος, ον (Μ) αυτός που πλάστηκε από τον έρωτα, θελκτικός («ἐρωτόξεστον μορφήν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + ξεστός < ξέω) …

    Dictionary of Greek

  • 29εύξεστος — η, ο (Α εὔξεστος, ον και επικ. τ. ἐΰξεστος, η, ον και ος, ον) 1. ο επεξεργασμένος καλά, αυτός που έχει λειανθεί καλά 2. ο στιλπνός («εὐξέσταις σανίδεσσιν», Μανέθ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔξεστον η επιμελημένη επεξεργασία νεοελλ. αυτός που μπορεί… …

    Dictionary of Greek

  • 30ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… …

    Dictionary of Greek