(νὺξ ἐπῆλθε

  • 1επέρχομαι — (AM ἐπέρχομαι) 1. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 2. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ξαφνικά 3. ακολουθώ, διαδέχομαι 4. (μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι επερχόμενοι, ες, a (AM ἐπερχόμενοι, αι, α) αυτοί που έρχονται ύστερα από μάς, οι μεταγενέστεροι μσν. νεοελλ. 1 …

    Dictionary of Greek

  • 2σκοτομήνιος — ον, Α σκοτεινός και ασέληνος («νὺξ δ ἄρ ἐπῆλθε κακὴ σκοτομήνιος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + μήνιος (< μήν, μηνός «μήνας, φεγγάρι»), πρβλ. νεο μήνιος] …

    Dictionary of Greek