(νόμισμα
1νόμισμα — anything sanctioned by current neut nom/voc/acc sg …
2νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …
3νόμισμα — το, ατος 1. το χρήμα σε κέρματα ή σε χαρτί που κυκλοφορεί σ ένα κράτος, ως ανταλλακτικό μέσο: Η κυκλοφορία του νομίσματος είναι περιορισμένη στην αγορά. 2. Τα διάφορα νομίσματα ή η νομισματική μονάδα μιας χώρας: Υποτιμήθηκε το νόμισμα της Αγγλίας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4νόμισμ' — νόμισμα , νόμισμα anything sanctioned by current neut nom/voc/acc sg …
5δεκάδραχμο — Νόμισμα, ασημένιο ή χρυσό, που κυκλοφόρησε από τον 5o έως τον 3o αι. π.Χ. στην Ελλάδα, στη Σικελία και στην Καρχηδόνα και ισοδυναμούσε με 10 δραχμές. Η ασημένια έκδοση θεωρείται η τελειότερη κατασκευή του. Περίφημα είναι τα δ. που υπογράφηκαν από …
6νομισμάτων — νόμισμα anything sanctioned by current neut gen pl …
7νομίσμασι — νόμισμα anything sanctioned by current neut dat pl …
8νομίσμασιν — νόμισμα anything sanctioned by current neut dat pl …
9νομίσματα — νόμισμα anything sanctioned by current neut nom/voc/acc pl …
10νομίσματι — νόμισμα anything sanctioned by current neut dat sg …