(νηῶν
1νηῶν — ναός 2 Ma. masc gen pl (epic ionic) ναῦς ship fem gen pl (epic) νηέω heap pres part act masc nom sg (attic epic doric) …
2MINIUM — inventum primum a Callia Atheniensi, nonaginta circiter annis ante Theophrasti tempora, a quibusdam cinnabari appellatum est, Indici cinnabaris nomine, quô illi saniem draconis elisi vocabant, cum Indicae arboris gummi sit, ut Arrianus docet. Et… …
3PRAEMIA — antiquissimis temporibus, victoribus proposita, inpublicis certaminibus ad rem praeclare gerendam invitabant certantes, Graece ἆθλα dicta, unde Α᾿θληταὶ. Meminit eorum iam Homerus, II. ψ v. 257. Α᾿υτὰρ Α᾿χιλλὶυς, Α᾿υτοῦ λαὸν ἔρυκε, καὶ ἴζανεν… …
4Πρωτεσίλαος — Θεσσαλός πρίγκιπας που πήρε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας. Όταν ο ελληνικός στόλος έφτασε στις ακτές της Τροίας, αψήφησε τον χρησμό και αποβιβάστηκε με θάρρος πρώτος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί αμέσως από τον Έκτορα. Η νεαρή σύζυγός… …
5έκτοθι — ἔκτοθι (Α) επίρρ. 1. έξω, μακριά από («ἔκτοθι νηῶν» μακριά από τα πλοία, Ιλ. Ο) 2. από 3. (απολ.) έξω 4. χωρίς …
6έχμα — τὸ (Α ἔχμα) καθετί που συγκρατεί κάτι, το στήριγμα, το έρεισμα («ἔχματα πύργων», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. σιδερένιο τεμάχιο με κεκαμμένα και τα δύο αιχμηρά άκρα που χρησιμοποιείται κυρίως στους ξύλινους σκελετούς τών οικοδομών, για να συνδέσει δύο… …
7δήλημα — δήλημα, το (Α) [δηλέομαι (Ι)] βλάβη, αίτιο καταστροφής («ἐκ νυκτῶν δ ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα νηῶν γίγνονται») …
8εκπέμπω — (AM ἐκπέμπω) 1. αποστέλλω, εξαποστέλλω («εκπέμπω αποικία», «ἐκπέμπουσι συμπρεσβευτάς») 2. αναδίδω και διασκορπίζω στον χώρο («εκπέμπω λάμψη», «ἐκπέμπω σέλας, πνεῡμα ὑγρόν, δυσοσμίαν κ.λπ.») νεοελλ. 1. απελευθερώνω ηλεκτρόνια τα οποία κινούνται… …
9εμπλήσσω — ἐμπλήσσω και αττ. τ. ἐμπλήττω (Α) 1. πέφτω επάνω («ἐκ νηῶν καὶ τάφρων ἐμπλήξωμεν ὀρυκτῇ», Ιλ.) 2. επιτίθεμαι, προσβάλλω («οἱ δέ μιν ἄμφω μυκηθμῷ κρατεροῑσιν ἐνέπληξαν», Απολ. Ρόδ.) 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐμπεπληγμένος άφωνος, άλαλος …
10επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …