(νεώς
1νεώς — νεώς, ὁ (Α) (αττ. τ.) βλ. ναός …
2νεώς — νεώ̆ς , ναός 2 Ma. masc acc pl (attic epic ionic) νεώ̆ς , ναός 2 Ma. masc nom sg (attic epic ionic) ναῦς ship fem gen sg ναῦς ship gen sg (attic) νεώ̆ς , νεώς 2 Ma. masc acc pl (attic epic ionic) νεώ̆ς , νεώς 2 Ma. masc nom sg (attic epic ionic) …
3νεῴς — νεῴ̆ς , ναός 2 Ma. masc dat pl (attic epic ionic) νεῴ̆ς , νεώς 2 Ma. masc dat pl (attic epic ionic) …
4νέως — νέος young adverbial νέος young masc acc pl (doric ionic) νέος young adverbial (attic) νέος young masc/fem acc pl (attic doric) νέως indeclform (adverb) νεόω renovate imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
5νεῶς — νεόω renovate pres ind act 2nd sg (doric) …
6νεῷς — νεάω plough up pres opt act 2nd sg νεάζω to be young fut opt act 2nd sg …
7εύνεως — εὔνεως, ων (Α) αυτός που έχει πολλά και καλά πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νεως (< ναυς, νεώς), πρβλ. λιπό νεως, περί νεως] …
8λιπόνεως — λιπόνεως, ων (Α) λιπόναυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + νεως (< ναῦς, νεώς «πλοίο»), πρβλ. περί νεως] …
9μεσόνεως — μεσόνεως, ων (Α) (για κουπιά) αυτό που βρίσκεται στο μέσο τού πλοίου («ὥσπερ κώπη μεσόνεως», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ναῦς, νεώς (πρβλ. λιπό νεως, περί νεως)] …
10ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… …