(μόσχος
1μόσχος — 1 young shoot masc nom sg μόσχος 2 calf masc nom sg …
2Μόσχος — young shoot masc nom sg …
3μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… …
4μόσχος — ο 1. το μικρό της αγελάδας, το μοσχάρι. 2. το ζώο που βγάζει την ομώνυμη αρωματική ουσία, ο μόσκος (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5μόσχω — μόσχος 1 young shoot masc nom/voc/acc dual μόσχος 1 young shoot masc gen sg (doric aeolic) μόσχος 2 calf masc nom/voc/acc dual μόσχος 2 calf masc gen sg (doric aeolic) …
6μόσχε — μόσχος 1 young shoot masc voc sg μόσχος 2 calf masc voc sg …
7μόσχοι — μόσχος 1 young shoot masc nom/voc pl μόσχος 2 calf masc nom/voc pl …
8μόσχοιο — μόσχος 1 young shoot masc gen sg (epic) μόσχος 2 calf masc gen sg (epic) …
9μόσχοις — μόσχος 1 young shoot masc dat pl μόσχος 2 calf masc dat pl …
10μόσχοισι — μόσχος 1 young shoot masc dat pl (epic ionic aeolic) μόσχος 2 calf masc dat pl (epic ionic aeolic) …